Δεν ξέρω αν είμαι καλός χαρακτήρας, ξέρω όμως ότι τις υποσχέσεις μου τις τιμώ. Είμαι και καλός και κακός, υποθέτω. Αν υπήρχε κόλαση για έπιπλα, πιστεύω πως εκεί θα κατέληγα επειδή δεν κρατάω το στόμα μου κλειστό.
Εν πάση περιπτώσει, σου είχα υποσχεθεί πως θα σου έλεγα για τη χαραμάδα ελπίδας που άνοιξε για την καντινιέρισσα Λίτσα κατά τον πρόσφατο αγιασμό στο Ζάλογγο. Θα τιμήσω την υπόσχεσή μου. Επιστρέφω, λοιπόν, στον ειρμό της αφήγησης.
Με το πέρας του αγιασμού ο πρόεδρος Λαυρεντιάδης ευχήθηκε «καλή σεζόν και όλοι μαζί να πορευτούμε μονιασμένοι προς την κρίσιμη εκλογική μάχη των προσεχών βουλευτικών εκλογών». Η βραδιά έκλεισε με τα κεράσματα, δάχτυλα κυριών, κούπες βετζετέριαν και μικρά κοκ. Αυτά όλα κι όλα διότι «είμαστε σε οικονομική στενότητα» όπως επαναλάμβανε ο Λαυρεντιάδης θέλοντας σαφώς να προετοιμάσει το έδαφος για τις επικείμενες προσπάθειες ενίσχυσης του σωματειακού κορβανά.
Στο τέλος της εκδήλωσης ο πρόεδρος φαινόταν ήρεμος, δεν γεννήθηκε όμως εχθές, γνωρίζει καλά πως το Ζάλογγο είναι ένα καζάνι που σιγοβράζει. Στην πραγματικότητα είναι ένας εύφλεκτος αχταρμάς Αβερωφικών, Αννιτικών, Κυπριανικών, Πριγκιπικών, Ελαμιτών, Αββακουμικών και άλλων πολλών. Μπορεί η επαπειλούμενη ανάφλεξη, λόγω ενός ψαλμού, να αποφεύχθηκε την περασμένη Τετάρτη, «είναι ωστόσο θέμα χρόνου να γίνει η μεγάλη σφαγή» όπως παραδέχθηκε στη Λίτσα ο Λαυρεντιάδης.
Η ευοίωνη εξέλιξη που σου είχα αναφέρει ακροθιγώς κατά την προηγούμενη επικοινωνία μας ήταν δυνητικά γκομενική. Στα πολύ-πολύ αρχικά στάδια και μην πάει ο νους σου στο κακό. Λίγο πριν το κλείσιμο, και καθώς η Λίτσα έκανε την απολύμανση του πάγκου εργασίας -εκεί όπου ετοιμάζει τα σάντουιτς και τους καφέδες- την πλησίασε ένας μαυροντυμένος και αρκούντως νταβραντισμένος νεαρός. «Είμαι ο Σωτήρης, ήρθα από σπόντα, μας ειδοποίησαν από τα κεντρικά… ήθελα να σας πω ότι είστε πολύ χοτ».
Ο συνδυασμός πληθυντικού ευγενείας μαζί με τη λέξη χοτ κάτι ενεργοποίησε μέσα της. «Ποια κεντρικά;», αυτό μόνο βρήκε να του πει, «του ΕΛΑΜ» απάντησε εκείνος. «Εμένα στα νιάτα μου με φώναζαν Παπαρήγα, χρυσό μου… επιπλέον είναι πολύ αργά, δεν με βαστούν τα πόδια μου» αντέδρασε η καντινιέρισσα.
Ο Σωτήρης ακάθεκτος της είπε ότι πέρα από ιδεολογικές τοποθετήσεις είμαστε όλοι άνθρωποι -το οποίο το λες και χλιαρό επιχείρημα- και ζήτησε το τηλέφωνό της. «Δεν σου επιτρέπω, εγώ είμαι αριστερή… Να με βρεις στο Facebook, Λίτσα Σάμαλη… Υπήρξα και Ζαχαρίου για ένα διάστημα, δεν βαριέσαι όμως, το απέβαλε ο οργανισμός μου όπως την πέτρα στο νεφρό».
Ο νεαρός χαμογέλασε και εξαφανίστηκε, η δε Λίτσα ένιωσε μια σκοτοδίνη. Ναι είχε από το πρωί ένα ασαφές προαίσθημα, δεν περίμενε όμως ποτέ μια τέτοια τροπή και μάλιστα τόσο νωρίς. Το τι ακριβώς σημαίνει «νωρίς» όταν είσαι πενήντα πέντε, κατάμονη κι απελπισμένη, είναι μια άλλη πικρή ιστορία. Και σιγά το μέγα γεγονός, κάποιος ζήτησε το τηλέφωνό της.
Όταν όμως έχεις διέλθει ανυπόδητη τα όρη και τις χαράδρες της μοναξιάς και της συναισθηματικής ανέχειας, το συμβάν αποκτά αίφνης μια σπουδαιότητα δυσανάλογη της πραγματικής του υπόστασης. Είναι σαν ένας καθρέφτης που αλλοιώνει τα είδωλα των ανθρώπων.
Μην με βλέπεις εμένα που είμαι ένας ειλικρινής καθρέφτης, σου δείχνω ό,τι μου δείχνεις χωρίς παρεμβάσεις. Είναι όμως και κάτι συνάδελφοι θεομπαίχτες που σου κάνουν την τρίχα τριχιά. Μακριά από εμένα αυτά τα ανόσια πράγματα.
Κάνοντας πάντως να φύγει από την οδό Μονοσάνδαλου, στο τέλος μιας ακόμη ανώφελης ημέρας που άφησε ωστόσο ένα κατιτίς να πιαστείς και να αντέξεις, η Λίτσα είχε ένα ελαφρύ χαμόγελο.
Όπως τότε στην Αθήνα όταν είχε ερωτευτεί τον Παναγιώτη Ζαχαρίου που έμελλε να γίνει ο σύζυγός της και να κάνουν μαζί δυο γιους προτού γίνει άνεμος και καπνός. Στα χρόνια της Αθήνας ήταν ένα μάλλον αμήχανο παιδί, κάπως νόστιμο, που την έκανε να χαμογελά και να προσδοκά κάτι που δεν ήρθε ποτέ.
Η Λίτσα έσβησε τα φώτα του Ζαλόγγου και κλείδωσε αφήνοντάς με μόνο μέσα στα σκοτεινά, ανάμεσα σε δύο μείζονες αγωνίστριες του έθνους, τη Λασκαρίνα και τη Μαντώ, και περιτριγυρισμένο από ένα μεγαλείο που θα μου προκαλούσε στομαχικές διαταραχές αν ήμουν άνθρωπος κι αν είχα στομάχι. Είμαι όμως καθρέφτης. Θέλω να πω ένα ευτυχώς γι’ αυτή την τύχη, μα διστάζω.
Η ζωή ταλανίζει και τα έπιπλα, μη νομίζεις ότι έχουμε εμείς κάποια ασυλία. Ούτε κατά διάνοια.
Ελεύθερα, 28.12.2025
Φως ιλαρόν
Το άρθρο είναι μια αφήγηση με χιουμοριστικό και ειρωνικό ύφος, που ξεκινά με μια αυτοαναφορά του αφηγητή σχετικά με την αμφιλεγόμενη ηθική του και την τάση του να τηρεί τις υποσχέσεις του. Στη συνέχεια, επικεντρώνεται σε μια επίσκεψη σε ένα αγιασμό στο Ζάλογγο, όπου ο πρόεδρος Λαυρεντιάδης αναφέρει την οικονομική στενότητα και την ανάγκη ενίσχυσης των οικονομικών του σωματείου ενόψει των εκλογών. Η ατμόσφαιρα στο Ζάλογγο περιγράφεται ως τεταμένη και διχασμένη, με βαθιές ιδεολογικές διαφορές μεταξύ των κατοίκων. Η κεντρική ιστορία αφορά μια απρόσμενη προσέγγιση ενός νεαρού, του Σωτήρη, στην καντινιέρισσα Λίτσα, ο οποίος της εκφράζει τον θαυμασμό του και προσπαθεί να πάρει το τηλέφωνό της. Η Λίτσα, μια γυναίκα με έντονο πολιτικό παρελθόν και αίσθηση μοναξιάς, αντιδρά με ειρωνεία και αμφιβολία, αλλά η συνάντηση την αφήνει με μια παράξενη αίσθηση. Το άρθρο καταλήγει με μια υπαινικτική αναφορά στην πιθανή σημασία αυτής της συνάντησης για τη Λίτσα.
You Might Also Like
Όταν το σώμα γίνεται αρχείο
Δεκ 15
Σταύρος Χριστοδούλου: Πάντα θα υπάρχουν δικαιολογίες, για να αποφεύγουμε να ζήσουμε
Δεκ 19
«Σήκωσα το χέρι αλλά δεν τον γρονθοκόπησα… θα είχε σημάδι» – Προκλητικός ο Παππάς για την επίθεση στον δημοσιογράφο
Δεκ 19
Παππάς: «Σήκωσα το χέρι αλλά δεν τον γρονθοκόπησα, είδατε να έχει σημάδι;»
Δεκ 19
Από Λευκορωσία στην Κύπρο, με ‘αποστολή’ να προωθήσει το ποδόσφαιρο – Η εξομολόγηση ζωής της Κριστίνα Κοζέλ στο S&G
Δεκ 28