Σήμερα διεξάγονται εκλογές στη Μιανμάρ. Όμως, για να κατανοήσει κανείς τη σημασία τους – και κυρίως τα όριά τους – οφείλει να ανατρέξει στην πρόσφατη ιστορία της χώρας και στις βαθιές πληγές που παραμένουν ανοιχτές.
Πρωτο-επισκέφθηκα τη Μιανμάρ το 2016, όταν υπηρετούσα ως Διευθύντρια Ανθρωπιστικής Βοήθειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με αρμοδιότητα την Αφρική, την Ασία και τη Λατινική Αμερική. Ήδη τότε διαμορφώνονταν οι συνθήκες που οδήγησαν, τον Αύγουστο του 2017, στη μαζική καταδίωξη και έξοδο των Ροχίνγκια.
Οι Ροχίνγκια είναι μια μουσουλμανική μειονότητα που ζει επί γενεές κυρίως στην Πολιτεία Ραχίν, στη δυτική Μιανμάρ. Η Ραχίν είναι κατά πλειονότητα βουδιστική, όπως και η χώρα συνολικά, και οι Ροχίνγκια έχουν βρεθεί για δεκαετίες στο περιθώριο – συχνά χωρίς πλήρη αναγνώριση ιθαγένειας και με σοβαρούς περιορισμούς στην ελευθερία μετακίνησης, στην πρόσβαση σε υπηρεσίες και στα στοιχειώδη δικαιώματα. Αυτό το υπόστρωμα αποκλεισμού έκανε την κοινότητα ιδιαίτερα ευάλωτη όταν η ρητορική μίσους άρχισε να εντείνεται.
Τον Αύγουστο του 2017, μετά από επιχειρήσεις του στρατού στην Πολιτεία Ραχίν, πάνω από 700.000 άνθρωποι διέφυγαν μέσα σε λίγες εβδομάδες προς το γειτονικό Μπανγκλαντές. Το Μπαγκλαντές αρχικά δίστασε να ανοίξει τα σύνορά του, όμως υπό έντονη διεθνή πίεση τα άνοιξε. Περίπου 600.000–800.000 πρόσφυγες κατέληξαν στην περιοχή Cox’s Bazar, μία από τις φτωχότερες περιοχές της χώρας.
Εκεί, σε έναν τόπο πανέμορφο αλλά οικονομικά εύθραυστο, έπρεπε ξαφνικά να βρεθεί στέγη, τροφή και βασικές υπηρεσίες για εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους. Το βάρος έπεσε, όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα, σε μια αναπτυσσόμενη χώρα με περιορισμένους πόρους. Είναι μια υπενθύμιση ότι η συντριπτική πλειονότητα των προσφύγων παγκοσμίως φιλοξενείται από φτωχές ή μεσαίου εισοδήματος χώρες – όχι από εκείνες που έχουν τη μεγαλύτερη δυνατότητα να ανταποκριθούν.
Στο Cox’s Bazar είδα από πρώτο χέρι τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης και το τεράστιο έργο που προσπαθούσαν να επιτελέσουν οι οργανισμοί των Ηνωμένων Εθνών και οι διεθνείς ΜΚΟ. Με σόκαρε ιδιαίτερα ότι ακόμη και μέσα στον ίδιο καταυλισμό, άνθρωποι με ακριβώς τις ίδιες ανάγκες λάμβαναν διαφορετικές υπηρεσίες, απλώς επειδή υπάγονταν σε διαφορετικούς οργανισμούς. Μια σκηνή δίπλα στην άλλη, αλλά διαφορετική αντιμετώπιση.
Η βία όμως εναντίον των Ροχίνγκια δεν προέκυψε «ξαφνικά». Είχε προηγηθεί μια συστηματική εκστρατεία απο-ανθρωποποίησης. Τα κοινωνικά δίκτυα – και κυρίως το Facebook – έπαιξαν τεκμηριωμένα ρόλο στη διάδοση λόγου μίσους, παρουσιάζοντας τους Ροχίνγκια ως «ξένους» και «απειλή». Αυτό συνέβη σε ένα περιβάλλον εκρηκτικής και ανεξέλεγκτης εξάπλωσης της πλατφόρμας: μέσα σε λιγότερο από μία δεκαετία το Facebook έγινε για εκατομμύρια πολίτες συνώνυμο του ίδιου του Διαδικτύου, χωρίς παράλληλη επένδυση σε ψηφιακή παιδεία και χωρίς επαρκή εκπαίδευση στην αναγνώριση ψευδών ειδήσεων. Σε αυτό το πλαίσιο, παραπληροφόρηση και εκστρατείες μίσους μπορούσαν να εξαπλώνονται ταχύτερα από την ικανότητα της κοινωνίας να τις φιλτράρει.
Έχουν κατατεθεί αγωγές εναντίον της Meta (Facebook) σε διάφορες δικαιοδοσίες, οι οποίες εξετάζουν κατά πόσο η πλατφόρμα, μέσω της αλγοριθμικής ενίσχυσης και της αποτυχίας έγκαιρης παρέμβασης, συνέβαλε στη διευκόλυνση εγκλημάτων κατά των Ροχίνγκια. Οι υποθέσεις αυτές βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη.
Είναι επίσης αναγκαίο να αναγνωριστεί ότι η ευθύνη δεν βαραίνει αποκλειστικά τον στρατό. Η Aung San Suu Kyi, κόρη του ιδρυτή της σύγχρονης Μιανμάρ και επί δεκαετίες σύμβολο του δημοκρατικού αγώνα, είχε ανέλαβε την πολιτική ηγεσία της χώρας μετά το 2015 αφού πέρασε συνολικά περίπου 15 χρόνια σε κατ’ οίκον περιορισμό και φυλάκιση και υπήρξε για δεκαετίες παγκόσμιο σύμβολο δημοκρατίας. Όμως και η Aung San Suu Kyi απέτυχε να ανακόψει – και σε κρίσιμες στιγμές συνέβαλε στη νομιμοποίηση – αφηγημάτων που παρουσίαζαν τους Ροχίνγκια ως «ξένους» ή ως απειλή.
Το ίδιο μοτίβο επαναλήφθηκε και αλλού στη Μιανμάρ. Στην Πολιτεία Κάτσιν, στα βορειοανατολικά της χώρας, στα σύνορα με την Κίνα, χριστιανικές κοινότητες στοχοποιήθηκαν, εκτοπίστηκαν και τιμωρήθηκαν συλλογικά από τον στρατό. Πρόκειται για περιοχή με τεράστιο ορυκτό πλούτο – ιδιαίτερα σε νεφρίτη και άλλα πολύτιμα ορυκτά – γεγονός που έχει τροφοδοτήσει επί δεκαετίες συγκρούσεις, στρατιωτική παρουσία και οικονομικά συμφέροντα. Έχω επισκεφθεί την περιοχή, έχω συναντήσει αυτές τις κοινότητες και έχω διαπραγματευθεί την ανθρωπιστική πρόσβαση με ανώτατους στρατιωτικούς διοικητές.
Τον Οκτώβριο του 2017, μόλις λίγους μήνες μετά τη μαζική εκδίωξη των Ροχίνγκια, η Ευρωπαϊκή Ένωση, μαζί με άλλους διεθνείς εταίρους, οργάνωσε Διάσκεψη Δωρητών στη Γενεύη για τη χρηματοδότηση της ανθρωπιστικής ανταπόκρισης. Οι πιέσεις προς το Μπανγκλαντές ήταν μεγάλες και οι διαβεβαιώσεις σαφείς: ότι η διεθνής κοινότητα θα στήριζε τη φιλοξενία και τη φροντίδα των προσφύγων. Με τα χρόνια, ωστόσο, αποδείχθηκε ότι πολλές από αυτές τις υποσχέσεις δεν υλοποιήθηκαν πλήρως.
Οι σημερινές εκλογές στη Μιανμάρ δεν μπορούν να θεωρηθούν ούτε ελεύθερες ούτε πραγματικά νομιμοποιητικές. Όταν ένα κράτος έχει οικοδομήσει την εξουσία του πάνω στη βία, την ατιμωρησία και την απο-ανθρωποποίηση ολόκληρων κοινοτήτων, οι κάλπες λειτουργούν περισσότερο ως φύλλο συκής παρά ως δρόμος προς τη δημοκρατία.
Μαθήματα από τη Μιανμάρ:
• Τα κοινωνικά δίκτυα χωρίς κανόνες είναι επικίνδυνα
• Οι αναπτυσσόμενες χώρες σηκώνουν το μεγαλύτερο βάρος των προσφυγικών κρίσεων
• Το διεθνές ανθρωπιστικό σύστημα χρειάζεται καλύτερο συντονισμό
• Ακόμη και σύμβολα της δημοκρατίας μπορούν να αποδειχθούν ανεπαρκή
• Συχνά η ύπαρξη ορυκτού πλούτου μπορεί να αποδειχθεί κατάρα και όχι ευλογιά
• Η στοχοποίηση του «άλλου» και η ρητορική μίσους είναι πάρα πολύ επικίνδυνη.
***Η Ανδρούλλα Καμιναρά είναι πρώην Πρέσβειρα της ΕΕ.
Υποψήφια Βουλεύτρια με το Άλμα στην Λευκωσία.
Kaminara.com
@AKaminara
Συναντηση με την Aung San Suu Kyi στα ΗΕ κατα την Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών τον Σεπτέμβριο του 2016.
Διαπραγματεύσεις για πρόσβαση στον χριστιανικό πληθυσμό στην περιοχή Κάτσιν.
«Η Μιανμάρ ψηφίζει σήμερα και η πρόσφατη ιστορία προειδοποιεί» της Ανδρούλλας Καμιναρά*
Η Ανδρούλλα Καμιναρά αναλύει την κατάσταση στη Μιανμάρ ενόψει των σημερινών εκλογών, τονίζοντας την ανάγκη κατανόησης της πρόσφατης ιστορίας της χώρας και των βαθιών πληγών που παραμένουν ανοιχτές. Η συγγραφέας αναφέρεται στην κρίση των Ροχίνγκια, μια μουσουλμανική μειονότητα που υπέστη μαζική καταδίωξη και εκτόπιση το 2017, οδηγώντας εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους να καταφύγουν στο Μπανγκλαντές. Επισημαίνει τον ρόλο των κοινωνικών δικτύων, όπως το Facebook, στη διάδοση λόγου μίσους και στην απο-ανθρωποποίηση των Ροχίνγκια, καθώς και την ανάγκη για ψηφιακή παιδεία και αναγνώριση ψευδών ειδήσεων. Οι εκλογές, αν και σημαντικές, διεξάγονται σε ένα πλαίσιο βαθιάς πολιτικής και κοινωνικής αστάθειας.
You Might Also Like
Όταν γυναίκες εκφοβίζουν γυναίκες, στον χώρο εργασίας!
Δεκ 14
Καρογιάν: Η ΔΗΠΑ ανταποκρινόμενη στο καθήκον της θα υπερψηφίσει τον Κρατικό Προϋπολογισμό
Δεκ 15
Η Chevron παίζει επικίνδυνο παιχνίδι στη Βενεζουέλα – Μια ανάσα από το μεγαλύτερο πετρελαϊκό έπαθλο του κόσμου
Δεκ 21
Βενεζουέλα: Το επικίνδυνο παιχνίδι της Chevron
Δεκ 21
Βενεζουέλα: Το επικίνδυνο παιχνίδι της Chevron
Δεκ 21