Dialogos

1956: Το πιο αιματηρό έτος με περισσότερες από 100 δολοφονίες

Published November 1, 2025
1956: Το πιο αιματηρό έτος με περισσότερες από 100 δολοφονίες

Μια χρονιά που ο αντιαποικιακός αγώνας της ΕΟΚΑ μετατράπηκε σε πεδίο εσωτερικής βίας
Του Μιχάλη Μιχαήλ
Το 1956 ήταν η πιο αιματηρή χρονιά της δεκαετίας στην Κύπρο. Ενώ το 1955 είχαν σημειωθεί μόλις επτά δολοφονίες, μέσα στο 1956 οι ανθρωποκτονίες εκτινάχθηκαν στις 108, οι περισσότερες από τις οποίες παρέμειναν ανεξιχνίαστες. Οι περισσότερες είχαν πολιτικό χαρακτήρα, στο πλαίσιο του αγώνα της ΕΟΚΑ εναντίον της βρετανικής αποικιοκρατίας — αλλά και της βίας εναντίον πολιτών που θεωρούνταν «ύποπτοι» ή «ανεπιθύμητοι».
Σε αυτή τη συγκυρία, οι μασκοφόροι έγιναν σύμβολο τρόμου. Νέοι, συνήθως γύρω στα 20, στρατολογούνταν εκτελώντας εντολές χωρίς δισταγμό. Τα θύματα δεν ήταν μόνο Βρετανοί ή συνεργάτες τους, αλλά και Κύπριοι — συντοπίτες, συγγενείς, φίλοι. Οποιοσδήποτε θεωρούνταν αντίθετος στη γραμμή της ΕΟΚΑ ή απλώς δεν συμφωνούσε με τις μεθόδους της, κινδύνευε.
Η αποικιοκρατική διοίκηση εκμεταλλεύτηκε την αιματοχυσία για να παρουσιάσει τον κυπριακό αγώνα ως χαοτικό και αδιέξοδο. Το 1958, με πρόσχημα την εσωτερική αναρχία, η Βρετανία παρουσίασε το Σχέδιο Μακμίλαν, που εισήγαγε για πρώτη φορά την ιδέα της διχοτόμησης ως πιθανή λύση. Έτσι, η πολιτική τύφλωση και ο φανατισμός των ημερών εκείνων αποδείχθηκαν καταστροφικοί για το μέλλον του τόπου.
Η Δολοφονία του Χαμπή Ιωσήφ Κάττου στη Λύση
Στις 20 Οκτωβρίου 1956, στο χωριό Λύση της επαρχίας Αμμοχώστου, γράφτηκε μία από τις πιο σκοτεινές σελίδες της κυπριακής ιστορίας. Εκείνο το βράδυ, τέσσερις ένοπλοι προσωπιδοφόροι εισέβαλαν στο καφενείο του Ρουσή και εκτέλεσαν εν ψυχρώ τον 26χρονο Χαμπή Ιωσήφ Κάττο (ή Κίττου), μπροστά στα μάτια δεκάδων συγχωριανών του. Ήταν μια από τις πολλές δολοφονίες που συγκλόνισαν την Κύπρο κατά το 1956 — χρονιά που σημαδεύτηκε από αιματηρές πράξεις βίας, τρομοκρατίας και εσωτερικού διχασμού.
Ο Χαμπής, ένας νέος «έξω καρδιά», εργαζόταν ως ελαιοχρωματιστής και αχθοφόρος στο λιμάνι της Αμμοχώστου. Ζούσε μια απλή ζωή, γεμάτη ζωντάνια, χαμόγελο και όνειρα. Ήταν αρραβωνιασμένος με τη Νιόβη, μια όμορφη κοπέλα από το Σπαθαρικό, και ετοιμάζονταν να παντρευτούν. Το ζευγάρι είχε ήδη αρχίσει να κτίζει το δικό του σπίτι, κάτι που, σύμφωνα με μαρτυρίες, προκάλεσε αντιζηλίες και φθόνο. Ωστόσο, ο πραγματικός λόγος της δολοφονίας του φαίνεται πως ξεπερνούσε τα προσωπικά κίνητρα. Ήταν μια πράξη με πολιτικό υπόβαθρο, που εντάσσεται στο κλίμα του φόβου, της παραπληροφόρησης και του εσωτερικού τρόμου που χαρακτήριζε τα χρόνια του αντιαποικιακού αγώνα.
Το χρονικό της νύχτας
Ήταν περίπου 8:30 το βράδυ όταν τέσσερις άνδρες με μαύρες μάσκες και οπλισμένοι με κυνηγετικά και αυτόματα όπλα μπήκαν στο καφενείο. Περίπου σαράντα άτομα βρίσκονταν εκείνη την ώρα μέσα. Οι μασκοφόροι διέταξαν τους θαμώνες να στραφούν προς τον τοίχο με τα χέρια ψηλά. Έπειτα, χωρίς καμία άλλη λέξη, πυροβόλησαν δύο φορές με κυνηγετικό και κατόπιν άδειασαν περίπου 20 σφαίρες από αυτόματο όπλο. Ο Χαμπής έπεσε νεκρός ακαριαία. Ο δράστης, όπως φέρεται, ήταν ένας νεαρός συγχωριανός του, ο οποίος έχασε τη ζωή του λίγους μήνες αργότερα υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες.
Η είδηση του φόνου προκάλεσε σοκ στο χωριό και σε ολόκληρη την επαρχία. Οι κάτοικοι, τρομοκρατημένοι, δεν μιλούσαν. Το έγκλημα σκεπάστηκε αμέσως από ένα βαρύ πέπλο σιωπής. Οι αρχές συνέλαβαν ορισμένα άτομα «δι’ ανάκρισιν», χωρίς ωστόσο να υπάρξει ποτέ επίσημη διαλεύκανση της υπόθεσης. Η δολοφονία του Χαμπή, όπως και δεκάδες άλλες εκείνης της περιόδου, έμεινε ανεξιχνίαστη.
Τα δημοσιεύματα του Τύπου
Οι εφημερίδες της εποχής κάλυψαν το γεγονός με λιτές ανακοινώσεις, αποτυπώνοντας το κλίμα φόβου που επικρατούσε.
Η εφημερίδα «Έθνος» (21 Οκτωβρίου 1956) δημοσίευσε επίσημο ανακοινωθέν:
«Τέσσερις προσωπιδοφόροι εισήλθον εις καφενείον του χωρίου και αφού διέταξαν τους θαμώνας να στραφούν προς τον τοίχον, επυροβόλησαν κατά του Χαμπή Ιωσήφ Κίττου, 26 ετών, όστις εφονεύθη επιτόπου.»
Ο «Φιλελεύθερος» της ίδιας μέρας ανέφερε:
«Εις το χωρίον Λύση τέσσαρες οπλοφόροι φέροντες προσωπίδας επυροβόλησαν και εφόνευσαν εντός καφενείου τον 26ετή Χαμπήν Ιωσήφ Κίττου, αφού διέταξαν τους θαμώνας να σταθούν με τα χέρια ψηλά και τα πρόσωπα προς τον τοίχον.»
Η «Χαραυγή» δημοσίευσε παρόμοια περιγραφή, δίνοντας έμφαση στο κλίμα τρόμου:
«Τέσσερις προσωπιδοφόροι πυροβόλησαν και φόνευσαν χθες σ’ ένα καφενείο του χωριού Λύση τον Χαμπή Κάττο, 26 χρόνων, αφού διέταξαν τους θαμώνες να στραφούν στον τοίχο και να σηκώσουν τα χέρια ψηλά.»
Όλες οι αναφορές συμφωνούν πως οι δράστες ενήργησαν με ψυχρό επαγγελματισμό, εκτελώντας εντολή. Κανείς δεν μίλησε ανοιχτά για πολιτικά κίνητρα — πράγμα που, για την εποχή, θα ήταν επικίνδυνο.
Το αιματηρό Σαββατοκύριακο του Οκτωβρίου 1956
Η νύχτα της 20ής Οκτωβρίου 1956 δεν ήταν μοναδική σε αίμα. Εκείνο το Σάββατο σημειώθηκαν τουλάχιστον πέντε δολοφονίες σε διαφορετικά σημεία της Κύπρου — στη Λύση, στη Λευκωσία, στην Αγία Μαρίνα Πάφου, στο Φλαμούδι και στην Αφάνεια.
Στη Λευκωσία, ο 42χρονος Θεοφάνης Παντελή, γνωστός χαρτοπαίκτης, δολοφονήθηκε την ώρα που έπαιζε χαρτιά κοντά στο οδόφραγμα της οδού Ερμού. Τέσσερις οπλοφόροι, από την άλλη πλευρά του συρματοπλέγματος, άνοιξαν πυρ, φωνάζοντας: «Άτιμε Φανή, θα σε σκοτώσω!»
Ο Παντελή έπεσε νεκρός με τέσσερις σφαίρες. Οι Αρχές διέταξαν αμέσως το κλείσιμο όλων των κέντρων αναψυχής της πόλης.
Νεκρός δεύτερος εξάδελφος του Μακαρίου
Στην Αγία Μαρίνα Κελοκεδάρων (Πάφος), ο 25χρονος γραμματέας της Συνεργατικής Εταιρείας, Στέλιος Κυριάκου Ζαχαριάδης, δεύτερος εξάδελφος του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, δολοφονήθηκε με παρόμοιο τρόπο. Ομάδα 6-10 μασκοφόρων εισήλθε στο χωριό, κλείδωσε τους θαμώνες στα καφενεία και εντόπισε τον Στέλιο. Τον ανάγκασαν να συνοδεύσει τη γυναίκα του στο σπίτι τους και, μόλις εκείνη μπήκε μέσα, τον εκτέλεσαν με κυνηγετικό όπλο και τον κατέσφαξαν με μαχαίρι στο πρόσωπο και το κεφάλι. Το κίνητρο δεν διαλευκάνθηκε ποτέ.
Στο Φλαμούδι (Καρπασία), ο 45χρονος Μιχαήλ Γιακουμή Παπαϊακώβου πυροβολήθηκε μέσα στο σπίτι φίλου του από άνδρα ντυμένο με χακί, ο οποίος ανάγκασε τους παρόντες να στραφούν προς τον τοίχο πριν εκτελέσει το θύμα.
Στην Αφάνεια, ο Παναγιώτης Στυλιανού ή Κολωνάς, δραπέτης των φυλακών, πυροβολήθηκε θανάσιμα έξω από καφενείο από τέσσερις άνδρες με τους οποίους έπινε καφέ. Οι δράστες διέφυγαν με μοτοσυκλέτες.
Η αποικιοκρατική διοίκηση ανακοίνωσε αμέσως απαγόρευση κυκλοφορίας και κλείσιμο όλων των χώρων συνάθροισης, επικαλούμενη λόγους ασφαλείας. Ολόκληρη η Κύπρος βυθίστηκε στον φόβο.
Η σιωπή και η συγκάλυψη
Η δολοφονία του Χαμπή Ιωσήφ Κάττου — όπως και εκείνη του Μιχάλη Πέτρου λίγους μήνες μετά — καλύφθηκαν από ψέματα, εκφοβισμούς και σιωπή. Ο Γρίβας, αρχηγός της ΕΟΚΑ, φέρεται να διέταξε ο ίδιος ή να ενέκρινε τέτοιες εκτελέσεις, θεωρώντας ορισμένα άτομα «επικίνδυνα» ή «αντιδραστικά». Ωστόσο, ο επίσημος αγώνας ποτέ δεν παραδέχτηκε τέτοιες πράξεις. Όσοι τολμούσαν να μιλήσουν κινδύνευαν να χαρακτηριστούν «προδότες». Έτσι, δεκάδες εγκλήματα έμειναν θαμμένα στη συλλογική μνήμη.
Οι τοπικές εφημερίδες, δεμένες από τη λογοκρισία και τον φόβο, απέφευγαν κάθε αναφορά σε πολιτικά κίνητρα. Τα γεγονότα παρουσιάζονταν με ουδέτερη, ψυχρή γλώσσα, χωρίς σχόλια. Οι λέξεις «μασκοφόροι» και «άγνωστοι οπλοφόροι» έγιναν καθημερινές — συνώνυμες του τρόμου. Πίσω όμως από αυτές κρύβονταν ιστορίες ανθρώπων σαν τον Χαμπή: απλών, χαμογελαστών νέων, που βρέθηκαν στο στόχαστρο ενός παραλόγου φανατισμού.
Η τραγική ειρωνεία και οι συνέπειες
Ο φόνος του Χαμπή δεν είχε μόνο ανθρώπινη τραγωδία· είχε και βαθιά πολιτική σημασία. Ήταν ενδεικτικός της αποσύνθεσης που προκαλεί η βία όταν στρέφεται εναντίον των ίδιων των παιδιών του τόπου. Ο θάνατός του συμβολίζει το πέρασμα από την ελπίδα του αγώνα στην παράνοια της εσωτερικής εκκαθάρισης.
Ο Χαμπής δεν ήταν πολιτικός, ούτε στρατιώτης. Ήταν εργάτης, αρραβωνιασμένος, γεμάτος ζωή. Όμως μέσα σε λίγα λεπτά, μετατράπηκε σε θύμα ενός πολέμου που δεν καταλάβαινε. Ο δολοφόνος του — ένας νέος γείτονας — σκοτώθηκε κι αυτός λίγο αργότερα, σαν να ήθελε η μοίρα να επισφραγίσει την αλυσίδα της παραλογίας.
Η ιστορική αποτίμηση
Σήμερα, σχεδόν επτά δεκαετίες μετά, η δολοφονία του Χαμπή Ιωσήφ Κάττου θυμίζει τη σκοτεινή πλευρά του κυπριακού αντιαποικιακού αγώνα. Ήταν η εποχή που η βία, αντί να ενώνει, διαίρεσε. Η «εθνική υπόθεση» κατέληξε σε διχασμό, η ΕΟΚΑ εσωτερικά συγκρούστηκε με τον εαυτό της, και ο φόβος έγινε καθημερινότητα.
Η ιστορική αλήθεια είναι πως ο φανατισμός εκείνων των χρόνων άνοιξε τον δρόμο στην τραγωδία του 1974. Ο ίδιος ο Γρίβας, με τις αυταρχικές του εμμονές και τον εθνικιστικό του δογματισμό, οδήγησε σταδιακά την Κύπρο στην καταστροφή — από τη Λύση το 1956 μέχρι τη Λευκωσία του 1974, το νήμα της βίας δεν κόπηκε ποτέ.
Η δολοφονία του Χαμπή Κάττου ήταν μέρος μιας αλυσίδας πολιτικά υποκινούμενων εγκλημάτων που συγκλόνισαν την Κύπρο το 1956. Οι δράστες, τέσσερις μασκοφόροι, τον εκτέλεσαν μπροστά σε δεκάδες μάρτυρες. Το γεγονός συνδέεται με τον εσωτερικό τρόμο που επικράτησε στα χρόνια του αντιαποικιακού αγώνα, όταν οι Ελληνοκύπριοι άρχισαν να στρέφονται εναντίον ομοεθνών τους.
Η μνήμη του Χαμπή, όπως και τόσων άλλων αθώων θυμάτων εκείνης της περιόδου, αποτελεί σήμερα σημείο αναστοχασμού για το πού μπορεί να οδηγήσει η τύφλωση του φανατισμού.
ΛΕΖΑΝΤΕΣ
2. Η παρουσίαση των αναφερόμενων δολοφονιών από την εφημερίδα «Νέοι Καιροί» της 22ας Οκτωβρίου 1956.