Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε έφεση αλλοδαπής από τη Σομαλία, με την οποία αμφισβητούσε την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την αίτηση ακύρωσης κατά της διοικητικής πράξης με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για πολιτογράφηση ως Κύπρια πολίτης. Με την απόφασή του, το Εφετείο επιβεβαίωσε ότι η πολιτογράφηση παραμένει κατεξοχήν ζήτημα κρατικής κυριαρχίας και ευρείας διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης, η οποία υπόκειται μόνο στον έλεγχο της καλόπιστης άσκησής της.
Η υπόθεση αφορούσε γυναίκα σομαλικής καταγωγής, η οποία εισήλθε στην Κυπριακή Δημοκρατία από τα κατεχόμενα και το 2007 καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης δύο μηνών για πλαστοπροσωπία, συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος και παράνομη είσοδο, όταν επιχείρησε να αναχωρήσει από το αεροδρόμιο Λάρνακας με πλαστό ταξιδιωτικό έγγραφο. Ακολούθησαν διατάγματα κράτησης και απέλασης, τα οποία ακυρώθηκαν μετά από διοικητική προσφυγή, ενώ στη συνέχεια της παραχωρήθηκε καθεστώς αναγνωρισμένου πρόσφυγα. Μετά από πολυετή παραμονή στη Δημοκρατία, υπέβαλε το 2016 αίτηση πολιτογράφησης, η οποία απορρίφθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών το 2017.
Στην αιτιολογία της απόρριψης, η αρμόδια αρχή υπογράμμισε ότι η απόδοση ιθαγένειας αποτελεί κυριαρχικό δικαίωμα του κράτους και ασκείται μέσω της διακριτικής ευχέρειας του Υπουργού, με μοναδική υποχρέωση την καλόπιστη και εύλογη άσκησή της. Παρά το γεγονός ότι, κατά τη διοικητική πρακτική, δεν απαιτείται πλήρης αιτιολόγηση, η Διοίκηση επέλεξε να παραθέσει ενδεικτικά τους λόγους απόρριψης, αναφερόμενη, μεταξύ άλλων, στο ποινικό παρελθόν της αιτήτριας και στην καταδίκη της για σοβαρά αδικήματα.
Η απόφαση αυτή προσβλήθηκε με αίτηση ακύρωσης, η οποία απορρίφθηκε πρωτοδίκως. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, παρά την ιδιότητα της αιτήτριας ως αναγνωρισμένης πρόσφυγα, τα κριτήρια του Νόμου δεν οδηγούν αυτομάτως στην απόκτηση υπηκοότητας και ότι η Σύμβαση της Γενεύης επιβάλλει μόνο υποχρέωση διευκόλυνσης της πολιτογράφησης, όχι υποχρέωση χορήγησής της. Επιπρόσθετα, έλαβε υπόψη στοιχεία από τον διοικητικό φάκελο, σύμφωνα με τα οποία η αιτήτρια δεν εργαζόταν, ζούσε αποκλειστικά από επιδόματα, δεν γνώριζε την ελληνική γλώσσα και δεν εμφάνιζε επαρκή βαθμό κοινωνικής ενσωμάτωσης.
Κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε έφεση, με την εφεσείουσα να προβάλλει τέσσερις λόγους, υποστηρίζοντας ότι η απόφαση ήταν αναιτιολόγητη, ότι η Διοίκηση δεν ενήργησε καλόπιστα, ότι το Δικαστήριο παρερμήνευσε το διεθνές και ενωσιακό δίκαιο αναφορικά με την πολιτογράφηση προσφύγων και ότι δεν εξετάστηκε ο ισχυρισμός περί παραβίασης του δικαιώματός της στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή.
Το Εφετείο απέρριψε στο σύνολό τους τους λόγους έφεσης. Σε ό,τι αφορά την αιτιολόγηση, έκρινε ότι, παρά τη συντομία της πρωτόδικης απόφασης, αυτή περιείχε επαρκή αναφορά στο νομικό πλαίσιο, στα κρίσιμα πραγματικά δεδομένα και στη λογική σύνδεσή τους με το τελικό συμπέρασμα. Τόνισε ότι η υποχρέωση αιτιολόγησης δεν συνεπάγεται απάντηση σε κάθε επιμέρους επιχείρημα, αλλά επαρκή εξήγηση των ουσιωδών ζητημάτων που καθορίζουν την έκβαση της υπόθεσης.
Αναφορικά με την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν προέκυπτε οποιαδήποτε ένδειξη μεροληψίας ή κακής πίστης εκ μέρους της Διοίκησης. Τα στοιχεία που επικαλέστηκε η εφεσείουσα περί προκατάληψης κρίθηκαν αβάσιμα, ενώ αντίθετα διαπιστώθηκε ότι η αρμόδια αρχή ενήργησε εντός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της και με βάση το σύνολο των δεδομένων που είχε ενώπιόν της.
Ιδιαίτερη αναφορά έγινε και στο επιχείρημα περί διεθνούς και ενωσιακού δικαίου. Το Εφετείο υπενθύμισε ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο καθορισμός των προϋποθέσεων κτήσης της εθνικής ιθαγένειας ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών. Η Σύμβαση της Γενεύης, όπως επισημάνθηκε, επιβάλλει μόνο τη διευκόλυνση της πολιτογράφησης των προσφύγων και όχι την υποχρεωτική χορήγησή της, γεγονός που καθιστά νόμιμη τη διακριτική αξιολόγηση κάθε περίπτωσης από το κράτος.
Σε σχέση με τον ισχυρισμό περί παραβίασης του δικαιώματος στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, το Δικαστήριο έκρινε ότι, έστω και χωρίς ρητή ανάλυση, το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε ουσιαστικά το ζήτημα μέσω της συνολικής αξιολόγησης του διοικητικού φακέλου και του νομικού πλαισίου, καταλήγοντας εύλογα στην απόρριψη της αίτησης.
Με βάση τα πιο πάνω, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση στο σύνολό της και επιδίκασε έξοδα ύψους 3.900 ευρώ εις βάρος της εφεσείουσας και υπέρ της Δημοκρατίας, επικυρώνοντας στην πράξη τη θέση ότι η πολιτογράφηση δεν αποτελεί δικαίωμα, αλλά προνόμιο που παραχωρείται κατόπιν αυστηρής και καλόπιστης κρίσης της Διοίκησης.
Διαβάστε επίσης: ΗΒ:Βίντεο λίγο πριν το θανατηφόρο με θύμα Κύπριο-Ο οδηγός κρυβόταν και γελούσε
«Όχι» δικαστηρίου σε Σομαλή που έφτασε Κύπρο μέσω κατεχομένων
Το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου απέρριψε την έφεση μιας Σομαλής υπηκόου, η οποία αμφισβητούσε την απόρριψη της αίτησής της για πολιτογράφηση. Η υπόθεση αφορούσε μια γυναίκα που εισήλθε στην Κύπρο μέσω των κατεχομένων και είχε καταδικαστεί στο παρελθόν για πλαστοπροσωπία και παράνομη είσοδο. Παρά την αναγνώρισή της ως πρόσφυγα, το δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι η πολιτογράφηση είναι κυριαρχικό δικαίωμα του κράτους και υπόκειται στην διακριτική του ευχέρεια, με την προϋπόθεση της καλόπιστης άσκησής της. Η αιτούσα είχε υποβάλει αίτηση πολιτογράφησης το 2016, η οποία απορρίφθηκε το 2017 από τον Υπουργό Εσωτερικών, ο οποίος επικαλέστηκε το ποινικό της παρελθόν. Το πρωτόδικο δικαστήριο είχε ήδη απορρίψει την αίτηση ακύρωσης, κρίνοντας ότι η ιδιότητα του πρόσφυγα δεν συνεπάγεται αυτομάτως το δικαίωμα στην πολιτογράφηση. Επιπλέον, είχε ληφθεί υπόψη ότι η αιτούσα δεν εργαζόταν, ζούσε από επιδόματα και δεν είχε επιδείξει επαρκή κοινωνική ενσωμάτωση. Το Εφετείο επιβεβαίωσε την απόφαση του πρωτοδικείου, τονίζοντας ότι η απόρριψη της αίτησης πολιτογράφησης ήταν σύμφωνη με το νομικό πλαίσιο και την κρατική κυριαρχία. Η απόφαση υπογραμμίζει ότι η Κύπρος διατηρεί το δικαίωμα να αποφασίζει για την πολιτογράφηση, ακόμη και σε περιπτώσεις αναγνωρισμένων προσφύγων, λαμβάνοντας υπόψη διάφορους παράγοντες, όπως το ποινικό παρελθόν και η κοινωνική ενσωμάτωση. Συνολικά, η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου ενισχύει την κρατική εξουσία στον τομέα της πολιτογράφησης και θέτει σαφείς παραμέτρους για την αξιολόγηση των αιτήσεων, ακόμη και σε περιπτώσεις που αφορούν ευάλωτες ομάδες πληθυσμού, όπως οι πρόσφυγες. Η υπόθεση αυτή αναδεικνύει τη σημασία της τήρησης της νομιμότητας και της διασφάλισης των εθνικών συμφερόντων κατά τη διαδικασία της πολιτογράφησης.
You Might Also Like
Δικαστική μάχη πατέρα - γιου για αποζημίωση από εργατικό ατύχημα στη Λάρνακα
Dec 5
Καταδικασθείς για βιασμό στην Αγ.Νάπα ζήτησε να αφεθεί ελεύθερος- Όχι Εφετείου
Dec 10
Πήρε €10.000 για 7,5 χρόνια στη φυλακή - Είχε καταδικαστεί για ανθρωποκτονία
Dec 11
Δικαστικό «χαστούκι» σε Αιγύπτιο με ιστορικό βίας που παντρεύτηκε δύο Κύπριες
Dec 12
Αστυνομικός κατηγορήθηκε, προφυλακίστηκε, αθωώθηκε, απολύθηκε αλλά… δεν βρήκε το δίκιο
Dec 18