Το “Όχι” του Μεταξά και του λαού
        Το “Όχι” του Μεταξά και του λαού
Δικτατορία, εξάρτηση και εθνική αξιοπρέπεια την 28η Οκτωβρίου 1940
Του Μιχάλη Μιχαήλ
Η 28η Οκτωβρίου 1940 αποτελεί μία από τις κορυφαίες στιγμές της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Το «Όχι» στην ιταλική πρόκληση δεν ήταν μόνο ένα αυθόρμητο ξέσπασμα πατριωτισμού· ήταν και το αποτέλεσμα ενός πλέγματος πολιτικών, στρατηγικών και κοινωνικών παραγόντων. Για να κατανοηθεί πλήρως, χρειάζεται να εξεταστούν το καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά, οι διεθνείς εξαρτήσεις της Ελλάδας, τα αίτια της απόρριψης του ιταλικού τελεσιγράφου, η στρατιωτική ετοιμότητα της χώρας, καθώς και η στάση των κομμουνιστών που βρέθηκαν στο στόχαστρο της δικτατορίας.
Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου
Ο Ιωάννης Μεταξάς εγκαθίδρυσε τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936, με τη στήριξη του βασιλιά Γεωργίου Β΄, επικαλούμενος την ανάγκη αποκατάστασης της «τάξης» απέναντι στις κοινωνικές και πολιτικές εντάσεις. Η Ελλάδα βρισκόταν σε περίοδο πολιτικής αστάθειας, με έντονη την παρουσία του ΚΚΕ και φόβους για κομμουνιστική επιρροή, ενώ η Ευρώπη ολίσθαινε σε φασιστικά καθεστώτα.
Το καθεστώς Μεταξά είχε καθαρά αυταρχικό και αντικοινοβουλευτικό χαρακτήρα. Διέλυσε τα κόμματα, απαγόρευσε τις απεργίες, επέβαλε λογοκρισία και φυλάκισε ή εξόρισε τους πολιτικούς του αντιπάλους. Η ιδεολογία του στηριζόταν στον «Τρίτο Ελληνικό Πολιτισμό», που παρουσίαζε τη δικτατορία ως συνέχεια της αρχαίας Ελλάδας και του Βυζαντίου. Η κοινωνία έπρεπε να λειτουργεί ως «οργανικό σώμα», με απόλυτη υπακοή στον αρχηγό.
Η Εθνική Οργάνωση Νεολαίας (ΕΟΝ) αποτέλεσε το εργαλείο μαζικής προπαγάνδας, καλλιεργώντας στους νέους τον εθνικισμό, την πειθαρχία και τη λατρεία του Μεταξά. Ο ίδιος προέβαλλε το τρίπτυχο «Πατρίς – Θρησκεία – Οικογένεια», επαναλαμβάνοντας μοτίβα φασιστικών καθεστώτων. Παρά τις ιδεολογικές ομοιότητες με τον ιταλικό φασισμό και τον γερμανικό ναζισμό, ο Μεταξάς παρέμεινε επιφυλακτικός απέναντί τους στις διεθνείς σχέσεις.
Η σχέση με τη ναζιστική Γερμανία
Η οικονομική πολιτική της Ελλάδας είχε στραφεί προς τη Γερμανία ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1930. Το εμπόριο μεταξύ των δύο χωρών βασιζόταν στο σύστημα clearing, δηλαδή ανταλλαγής προϊόντων χωρίς συνάλλαγμα, γεγονός που αύξησε την οικονομική εξάρτηση της Ελλάδας από τον Χίτλερ. Παράλληλα, η Γερμανία παρουσιαζόταν ως μοντέλο αποτελεσματικότητας και πειθαρχίας, κάτι που ο Μεταξάς θαύμαζε.
Ωστόσο, η σχέση αυτή ήταν περισσότερο οικονομική και τεχνική παρά πολιτική ή ιδεολογική συμμαχία. Ο Μεταξάς, ως έμπειρος στρατιωτικός, αντιλαμβανόταν τη σημασία της γεωγραφικής θέσης της Ελλάδας για τη ναυτική κυριαρχία στη Μεσόγειο. Έτσι, δεν μπορούσε να αγνοήσει τη Μεγάλη Βρετανία, την οποία θεωρούσε τον φυσικό προστάτη της χώρας.
Η εξάρτηση από τη Μεγάλη Βρετανία
Από τα χρόνια του 19ου αιώνα, η Ελλάδα τελούσε υπό την ισχυρή επιρροή της Βρετανίας, τόσο οικονομικά όσο και στρατιωτικά. Το ελληνικό ναυτικό είχε οργανωθεί με βρετανικά πρότυπα, ενώ η βρετανική διπλωματία διατηρούσε καθοριστικό ρόλο στις ελληνικές υποθέσεις. Ο Μεταξάς, αν και ήθελε να τηρήσει ουδετερότητα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, γνώριζε ότι μια ρήξη με τη Βρετανία θα οδηγούσε στην πλήρη απομόνωση της χώρας.
«Αν η Ελλάς έλθει εις σύγκρουσιν με την Αγγλίαν, η καταστροφή της θα είναι ζήτημα ημερών», σημείωνε χαρακτηριστικά στο ημερολόγιό του. Έτσι, παρά την ιδεολογική συγγένεια με τα καθεστώτα του Άξονα, ο Μεταξάς ακολούθησε φιλοβρετανική στρατηγική στα ζητήματα ασφάλειας. Η Ελλάδα, εξαρτημένη από το βρετανικό ναυτικό και το εμπόριο της Μεσογείου, δεν μπορούσε να επιλέξει διαφορετικά.
Το ιταλικό τελεσίγραφο και η απόρριψή του
Τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, ο Ιταλός πρέσβης Εμανουέλε Γκράτσι επισκέφθηκε την κατοικία του Μεταξά στην Κηφισιά και του επέδωσε το τελεσίγραφο του Μουσολίνι.
Η Ιταλία απαιτούσε ελεύθερη διέλευση στρατευμάτων και κατάληψη στρατηγικών σημείων της Ελλάδας. Ο Μεταξάς απάντησε στα γαλλικά: «Alors, c’est la guerre» — «Λοιπόν, έχουμε πόλεμο». Αυτή η φράση αποδόθηκε ως το «Όχι» του Μεταξά.
Η απόρριψη του τελεσιγράφου δεν ήταν αυθόρμητη· είχε ωριμάσει μέσα από μήνες ιταλικών προκλήσεων: την κατάληψη της Αλβανίας (1939), τον τορπιλισμό του καταδρομικού Έλλη τον Δεκαπενταύγουστο του 1940 και τις συνεχείς παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου. Ο Μεταξάς γνώριζε πως η αποδοχή του τελεσιγράφου θα σήμαινε πλήρη υποταγή και θα έθετε υπό απειλή την κυριαρχία και τη μοναρχία.
Έτσι, η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο όχι επειδή το ήθελε, αλλά επειδή δεν υπήρχε άλλος αξιοπρεπής δρόμος. Η απόφαση του Μεταξά είχε ταυτόχρονα εθνικό, στρατηγικό και ηθικό χαρακτήρα.
Ήταν η Ελλάδα έτοιμη για πόλεμο;
Παρά την οικονομική αδυναμία της, η Ελλάδα είχε προετοιμαστεί καλύτερα απ’ όσο πίστευαν οι ξένοι. Ο Μεταξάς, στρατιωτικός μηχανικός, είχε δώσει έμφαση στην οχύρωση των συνόρων, κυρίως με τη Γραμμή Μεταξά στα βόρεια και με σχέδια άμυνας στα αλβανικά σύνορα. Ο ελληνικός στρατός διέθετε περιορισμένα μέσα, αλλά υψηλό φρόνημα και ικανό αξιωματικό σώμα.
Η μερική επιστράτευση που είχε ήδη γίνει διευκόλυνε την ταχεία κινητοποίηση. Οι πρώτες συγκρούσεις στην Ήπειρο και στα ορεινά της Πίνδου απέδειξαν ότι η Ελλάδα όχι μόνο μπορούσε να αμυνθεί, αλλά και να αντεπιτεθεί. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, οι ελληνικές δυνάμεις κατέλαβαν την Κορυτσά και μεγάλο μέρος της νότιας Αλβανίας, επιτυγχάνοντας την πρώτη συμμαχική νίκη κατά του Άξονα.
Το ελληνικό «θαύμα του ’40» δεν οφειλόταν στην υπεροπλία, αλλά στο λαϊκό ηθικό και στην πίστη σε έναν δίκαιο αγώνα για την ανεξαρτησία.
Η στάση των κομμουνιστών
Η στάση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΚΚΕ) απέναντι στον πόλεμο υπήρξε σύνθετη. Από το 1936, το κόμμα βρισκόταν υπό πλήρη απαγόρευση. Χιλιάδες μέλη του φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν ή βασανίστηκαν, ενώ ο γενικός γραμματέας του, Νίκος Ζαχαριάδης, κρατούνταν στις φυλακές της Κέρκυρας.
Παρά ταύτα, λίγες ημέρες μετά την ιταλική εισβολή, στις 31 Οκτωβρίου 1940, ο Ζαχαριάδης έστειλε από το κελί του μια επιστολή προς τον ελληνικό λαό, όπου τόνιζε ότι ο πόλεμος ενάντια στην Ιταλία είναι δίκαιος και πατριωτικός:
«Ο λαός της Ελλάδας πολεμάει για την ελευθερία και την ανεξαρτησία του. Όλοι στο μέτωπο, όλοι για τη νίκη!»
Η επιστολή αυτή είχε τεράστια σημασία, καθώς αναιρούσε την κυβερνητική προπαγάνδα που ήθελε τους κομμουνιστές «εχθρούς του έθνους». Αν και μεταγενέστερα κυκλοφόρησαν δύο ακόμη επιστολές (πιθανώς πλαστές ή προϊόν πίεσης), η πρώτη παραμένει η επίσημη θέση του ΚΚΕ: στήριξη της εθνικής άμυνας.
Ωστόσο, το καθεστώς δεν έπαψε να διώκει τους κομμουνιστές. Οι φυλακές και τα ξερονήσια ήταν γεμάτα από κρατούμενους του ΚΚΕ, οι οποίοι δεν αφέθηκαν ελεύθεροι ούτε όταν η Ελλάδα δεχόταν επίθεση.
Η παράδοση των κομμουνιστών στους κατακτητές
Μετά τον θάνατο του Μεταξά (Ιανουάριος 1941) και την επακόλουθη κατοχή της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα, οι κυβερνητικοί μηχανισμοί της 4ης Αυγούστου συνέχισαν να λειτουργούν προσωρινά. Οι φυλακισμένοι κομμουνιστές παρέμειναν υπό κράτηση, και όταν οι Γερμανοί και Ιταλοί κατέλαβαν τη χώρα, παραδόθηκαν στους κατακτητές από τις ίδιες τις ελληνικές αρχές.
Η πράξη αυτή καταδικάστηκε αργότερα ως προδοτική. Πολλοί από τους παραδοθέντες εκτελέστηκαν ή στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, περιλαμβανομένου και του ΓΓ του κόμματος, Νίκου Ζαχαριάδη.
Ο αντικομμουνισμός του καθεστώτος αποδείχθηκε πιο ισχυρός από κάθε έννοια εθνικής ενότητας. Παρ’ όλα αυτά, τα μέλη του ΚΚΕ που διέφυγαν ή απελευθερώθηκαν αποτέλεσαν τον πυρήνα της Εθνικής Αντίστασης μέσα από το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ τα επόμενα χρόνια.
Το «Όχι» ως λαϊκή στιγμή
Αν και το «Όχι» ειπώθηκε από τον Μεταξά, στην πράξη ανήκε στον ελληνικό λαό. Το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου, οι δρόμοι της Αθήνας και των άλλων πόλεων πλημμύρισαν από πολίτες που πανηγύριζαν, ζητούσαν επιστράτευση και προσφέρονταν εθελοντικά για το μέτωπο. Ο ενθουσιασμός ξεπέρασε κάθε επίσημη προπαγάνδα του καθεστώτος.
Το καθεστώς Μεταξά επιχείρησε να εκμεταλλευτεί το γεγονός για να ενισχύσει τη νομιμοποίησή του, προβάλλοντας το «Όχι» ως προϊόν του δικού του πατριωτισμού.
Ωστόσο, η ιστορική πραγματικότητα δείχνει ότι η λαϊκή συμμετοχή υπήρξε αυθόρμητη, ειλικρινής και ανεξάρτητη από τη δικτατορία. Ο πόλεμος λειτούργησε ως στιγμή ενότητας ενός λαού που, παρά τις πολιτικές του διαφορές, αρνήθηκε να υποταχθεί σε ξένη κυριαρχία.
Εθνική Αντίσταση
Η Εθνική Αντίσταση (1941–1944) αποτέλεσε τη φυσική συνέχεια του «Όχι» της 28ης Οκτωβρίου. Μετά τη γερμανική κατοχή, ο ελληνικός λαός, που είχε ήδη αποδείξει την αποφασιστικότητά του στο αλβανικό μέτωπο, στράφηκε στη μάχη για την ελευθερία μέσα από οργανώσεις που γεννήθηκαν στις πόλεις και τα βουνά. Κεντρικό ρόλο διαδραμάτισαν το ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) και ο ΕΛΑΣ, στρατιωτικό του σκέλος, υπό την καθοδήγηση του ΚΚΕ.
Παράλληλα, δρούσαν και άλλες οργανώσεις, όπως ο ΕΔΕΣ του Ζέρβα και η ΕΚΚΑ του Ψαρρού, εκφράζοντας διαφορετικές πολιτικές τάσεις.
Η Αντίσταση δεν υπήρξε μόνο στρατιωτική πράξη, αλλά και πολιτική και κοινωνική αφύπνιση: ένωσε ευρύτερα στρώματα του λαού σε έναν κοινό στόχο, την απελευθέρωση της πατρίδας. Παρά τις εσωτερικές συγκρούσεις που ακολούθησαν, η Εθνική Αντίσταση παραμένει σύμβολο ενότητας και αγώνα για την ελευθερία.