Philenews

Το κλειστό μπουφέ και οι ανοιχτές γιορτές

Published November 8, 2025
Το κλειστό μπουφέ και οι ανοιχτές γιορτές

Ήταν φτιαγμένο από ξύλο τικ, σε ίσιες γραμμές χωρίς σκαλίσματα, όπως το πρόσταζε η μόδα της εποχής. Προοριζόταν να φιλοξενεί τις πιατέλες με τα φαγητά και τα γλυκά σε γιορτές, δείπνα, απογευματινά τέϊα ή παιδικά γενέθλια. Στις πλείστες περιπτώσεις όμως δεν ήταν αρκετό για όλα τα εδέσματα τα οποία άπλωναν στο μακρύ τραπέζι της τραπεζαρίας με τις δώδεκα καρέκλες, από το ίδιο ξύλο, πάντα στον ρυθμό της δεκαετίας του ’60. Οι κονσόλες, οι βιτρίνες για τα ασημικά και τα σκαλιστά έπιπλα των γιαγιάδων από ξύλο καρυδιάς, κερασιάς ή τα μπαούλα από κυπαρισσόξυλο απομακρύνθηκαν από το σπίτι.
Τα έπιπλα ακολουθούσαν κι αυτά το νέο ρεύμα μόδας που ήρθε με την Κυπριακή Ανεξαρτησία, τότε που οι άνθρωποι κινούνταν με άλλο αέρα, εφόσον δεν ήταν πια βρετανοί υπήκοοι, αλλά στις νέες τους ταυτότητες θα αναγραφόταν «υπηκοότητα: κυπριακή». Οι πόλεις όλο και μεγάλωναν, όπως και οι βιομηχανίες επίπλων, φωτιστικών, ένδυσης και υπόδησης που ονομάζονταν «ΝΕΩΤΕΡΙΣΜΟΙ», καθώς και οι εισαγωγές ηλεκτρικών συσκευών, αυτοκινήτων, φαρμάκων, καλλυντικών και ποτών.
Το μπουφέ είχε στην αριστερή του πλευρά ενσωματωμένο μπαρ, επενδυμένο μέσα με καθρέφτη, στο οποίο ο πατέρας φρόντισε να βρίσκονται για τους ξένους-ο ίδιος δεν έπινε ποτό- διάφορες μάρκες scotch whisky, gin, vermouth αλλά και διάφορα λικέρ για τις κυρίες, πλείστα από τα οποία ήταν κατασκευασμένα από τη μητέρα που τα έβαζε σε κρυστάλλινα μπουκάλια, τα οποία απαγορευόταν να αγγίξουμε εμείς τα παιδιά. Ούτε άλλωστε τα ποτηράκια από λεπτό φυσητό γυαλί, που έμοιαζαν φτιαγμένα από δροσοσταλιά και ήταν μικροσκοπικά όπως αυτά των κούκλων μας.
Τα κρατούσαν με κομψότητα ανάμεσα στα δάχτυλά τους οι κυρίες με τη χρυσή βέρα και τα δαχτυλίδια. Ποτέ δεν έβγαιναν σε δείπνο ή πάρτι, με γυμνά δάχτυλα, ενώ κάποιες μάλιστα τα είχαν και βαμμένα με βερνίκι, μανικιούρ όπως το λέγαμε στα κυπριακά. Οι άντρες κρατούσαν τα κρυστάλλινα ποτήρια με το ουίσκι στα χοντρά τους δάχτυλα, σε κάποια φορούσαν χοντρό δαχτυλίδι τη λεγόμενη «αντίκα» και τα τσούγκριζαν μεταξύ τους, κάνοντας ένα ήχο σαν καμπάνα. Τα παγάκια κουδούνιζαν επίσης ενώ ανακινούσαν το ποτήρι στο χέρι τους ενώ με το άλλο κρατούσαν το τσιγάρο. Οι καλεσμένοι χάνονταν μέσα από συννεφάκια καπνού, όλοι οι άντρες κάπνιζαν και τα τασάκια γέμιζαν μέχρι πάνω με αποτσίγαρα.
Η αριστερή πλευρά του μπουφέ χρησίμευε ως μπαρ, ενώ στα συρτάρια του βρίσκονταν τα επάργυρα μαχαιροπήρουνα, τα ασημένια φουρφουρέ κουταλάκια και τα πιρουνάκια για το γλυκό του κουταλιού. Στα υπόλοιπα ράφια βρίσκονταν ταξινομημένα τα καλά σετ τσαγιού, οι σουπιέρες, οι πιατέλες και τα πιάτα, μικρά και μεγάλα, της σούπας, του γλυκού και του ψωμιού. Ένας στρατός ολόκληρος από πορσελάνες που απορούσα βλέποντάς τες μαζεμένες σε στοίβες στην κουζίνα, μετά από ένα πάρτι, πώς χωρούσαν έπειτα μέσα στο μπουφέ; Tα χρυσά ζωγραφισμένα στάχια τους μας έφερναν το καλοκαίρι ακόμη και μες στο κρύο του χειμώνα.
Το μπουφέ όπως και τα υπόλοιπα έπιπλα του σπιτιού, σύμφωνα με ένα άγραφο νόμο, είχαν το καθένα την ακριβή θέση του στο σπίτι και ήταν αδιανόητο να μετακινηθούν, ακριβώς όπως μια γλάστρα ή ένα δέντρο που «έκατσεν του ο τόπος». Έπειτα ήρθαν δίσεχτες μέρες με την αρρώστια να χτυπά τη μητέρα, η οποία για μια δεκαετία πήγαινε μέρα παρά μέρα με το ταξί της γραμμής στην πρωτεύουσα για να κάνει αιμοκάθαρση. Επέστρεφε κατάκοπη, ενώ την μεθεπόμενη μέρα έπρεπε να επιστρέψει στη μηχανή που την κρατούσε στη ζωή. Άκουγα τη μηχανή του ταξί, της πετρελαιοκίνητης τριθέσιας Mercedes που ερχόταν να την πάρει με ακόμη έξι επιβάτες και κάθε φορά έτρεμε η ψυχή μου.
Τέλειωσε η εποχή με τα μεγάλα τραπέζια, τα δείπνα και τις ονομαστικές γιορτές, όταν η μητέρα άνοιγε το σπίτι και από το απόγευμα έως και το βράδυ κατέφθαναν ζευγάρια για να χαιρετήσουν, ξεπροβοδίζοντας τους καλεσμένους με ένα χανάπι με παστίτσια ή εργολάβους ενώ εγώ σ’ ένα μικρότερο πρόσφερα τα σοκολατάκια αμυγδάλου. Το μπουφέ παρέμεινε κλειστό, σφραγισμένο με τις πορσελάνες, τα κρύσταλλα και τα ποτά να μαραζώνουν ενώ απάνω του τα ασημένια κηροπήγια και ο επάργυρος δίσκος με τις τσαγέρες στέκονταν κι αυτά άπραγα, αν και δεν σταμάτησε ποτέ να τα γυαλίζει η γιαγιά που έμενε μαζί μας στο σπίτι. Αυτή κρατούσε πλέον το νοικοκυριό και πρόσεχε τα παιδιά κατά την ολοήμερη ή και ολονύχτια απουσία της μητέρας στο νοσοκομείο της Χώρας.
Όταν μετά από χρόνια αδειάσαμε το μπουφέ, βρήκαμε άθικτα τα ποτά στο μπαράκι του. Το έπιπλο είναι ακόμη διαποτισμένο από ουίσκι και μια συγκεκριμένη μυρωδιά από αλκοολούχα ποτά που δεν φεύγει ποτέ και που με παίρνει πίσω στις κρυφές μου εξερευνήσεις στο σκοτεινό σαλόνι, όταν άνοιγα τα συρτάρια και τα ραφάκια και περιεργαζόμουν τα διάφορα απαγορευμένα αντικείμενα, περιμένοντας τις μεγάλες γιορτές που όλα αυτά θα έβγαιναν απ’ το σκοτάδι και το σπίτι θα γέμιζε με κόσμο, δώρα και γλυκά κάτω από το άπλετο φως των κρεμαστών φωτιστικών και των αμπαζούρ.
[email protected]