Τα ζωγραφικά έργα του Γιώργου Γαβριήλ, από τα οποία “δημιουργήθηκε” και το επίμαχο κολάζ που προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων, λειτουργούν ως εικονογραφικές διατυπώσεις ιδεών και αξιών που αφορούν το συλλογικό και το πανανθρώπινο.
Σύμφωνα με δικές του δηλώσεις, πρόθεσή του είναι η αφύπνιση και η επαναφορά των «πραγματικών μηνυμάτων» της θρησκείας: της αγάπης, της αλληλεγγύης, της αυτοκριτικής που συνυφαίνεται με μια ταπεινότητα προς όλα αυτά που υπερβαίνουν τον άνθρωπο.
Ο καλλιτέχνης αντλεί από την ιστορία της τέχνης –συμπεριλαμβανομένης της βυζαντινής εικονογραφίας– και επικαιροποιεί αυτά τα μορφολογικά και συμβολικά στοιχεία, ενσωματώνοντας πρόσωπα-σύμβολα, ιστορικές ή και σύγχρονες φιγούρες πάνω στις οποίες έχουν οικοδομηθεί ιδεολογίες, εξουσίες και μύθοι.
Σε ορισμένες περιπτώσεις εικονογραφεί και εν ζωή πολιτικά πρόσωπα, με όρους σάτιρας ή κριτικής. Το αποτέλεσμα είναι έργα που μας φέρνουν αντιμέτωπους με τη γύμνια των ιδεολογιών και με τους μηχανισμούς επιβολής, ελέγχου και χειραγώγησης. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για τέχνη στρατευμένη ως προς τον σκοπό της.
Σε θεωρητικό και κριτικό επίπεδο, μπορεί κανείς να συζητά επί ώρες για τη δυνατότητα –ή τη σκοπιμότητα– της στρατευμένης τέχνης σήμερα, καθώς και η αισθητική αξία πραγμάτων που μιλούν εκ μέρους ενός αφαιρετικοποιημένου όλου.
Η σύντομη απάντηση είναι ότι ναι, είναι έγκυρη και θεμιτή, ιδιαίτερα λόγω της δυνατότητας της να προκαλεί διάλογο και να αποκαλύπτει “υπόγειες” τάσεις σε δημοκρατικές κοινωνίες. Τις περισσότερες ώρες, όμως, είναι μεσαίωνας. Όσα παρακολουθούμε τις τελευταίες μέρες ξεπερνούν κατά πολύ τα όρια της αισθητικής ή θεωρητικής διαφωνίας, και αγγίζουν τη γελοιότητα.
Αυτόκλητοι κριτικοί τέχνης υποκινούν εγκλήματα μίσους, με απειλές κατά της ζωής του καλλιτέχνη και του γκαλερίστα, επειδή θεωρούν ότι τα έργα συνιστούν πράξεις κατάλυσης των θρησκευτικών τους πιστεύω. Και δεν μένουν εκεί.
Αναλαμβάνουν οι ίδιοι τον ρόλο του «καλλιτέχνη», κατασκευάζοντας ένα κολάζ που παραποιεί, απλουστεύει και καρικατουροποιεί το πρωτογενές υλικό: μια εικόνα-σύμπλεγμα από «απαπά», σχεδιασμένη να σοκάρει και να εξοργίσει συντηρητικά κοινά, από τα οποία προσδοκούν πολιτικό όφελος.
Το κολάζ είναι χαρακτηριστικό προϊόν της εποχής μας. Προκύπτει από την ευκολία με την οποία οι εικόνες αποκόπτονται από το αρχικό τους πλαίσιο, επανασυνδέονται αυθαίρετα και διακινούνται ως «αλήθειες».
Για την ιστορία, πρόκειται για μια πρακτική που ξεκίνησε στην τέχνη από αβανγκάρντ και αντιεξουσιαστικά καλλιτεχνικά κινήματα, ως κριτική της κοινωνίας της εικόνας· ενσωματώθηκε στα μουσεία και στα βιβλία της ιστορίας της τέχνης, χωρίς βέβαια να σταματήσει η υιοθέτησή της από τις ίδιες τις εξουσιαστικές δομές ως εργαλείο χειραγώγησης, απλοποίησης και διαστρέβλωσης της πραγματικότητας.
Το κολάζ λειτουργεί ακριβώς επειδή «χτυπά φλέβα». Κουβαλά τη βαριά παρακαταθήκη των σουρεαλιστών, που το χρησιμοποίησαν για να ανασύρουν τα αντιφατικά και σκοτεινά συναισθήματα στο μεταίχμιο συνειδητού και ασυνείδητου – εκεί όπου οι κοινωνίες γίνονται ευάλωτες στα πιο ζοφερά σχέδια εξουσίας, ανελευθερίας και βίας. Αυτή η γλώσσα της εικόνας δεν είναι αθώα. Έχει ιστορία, βάρος και ευθύνη. Κανένας καλλιτέχνης που σέβεται τον εαυτό του, την τέχνη και το κοινό δεν θα υπέγραφε ένα τέτοιο κατασκεύασμα.
Πιστεύω τον καλλιτέχνη όταν δηλώνει ότι δεν έχει πρόθεση να σπείρει μίσος ή διχόνοια. Τα έργα του, είτε μας αρέσουν είτε όχι, αρθρώνονται γύρω από την ανεκτικότητα, την αγάπη και τον αναστοχασμό. Δεν είναι εικόνες ή αντικείμενα λατρείας, δεν επιβάλλονται σε κανέναν. Δεν «μπαίνουν» σε εκκλησίες· μπαίνουν στη δημόσια συζήτηση περί πεποιθήσεων.
Δεν πιστεύω, αντίθετα, όσους κατασκεύασαν το κολάζ όταν μιλούν για «προσβολή» του θρησκευτικού τους αισθήματος. Εκείνο που προσβάλλεται είναι το βαθιά ριζωμένο αίσθημα κυριαρχίας τους πάνω σε όλα τα ανθρώπινα.
Ας ειπωθεί, όμως, καθαρά: εκείνο που ενόχλησε περισσότερο την κυπριακή κοινωνία δεν είναι η «βλασφημία», αλλά η συγκεκριμένη υφή της, με τη παρουσία γυμνού ανδρικού σώματος που διαβάζει την αγία γραφή και νύξη σε σεξ μεταξύ ανδρών. Σε έναν κόσμο χωρίς ομοφοβία, το κολάζ θα μπορούσε –με πολλή καλή θέληση– να αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης σε κουήρ κύκλους, πριν απορριφθεί λόγω της σχηματικής και απλοϊκής του θέσης προς τα θεία. Σήμερα, όμως, μετατρέπεται σε εργαλείο ηθικού πανικού.
Όταν όλοι προσπαθούν, με μακροσκελείς αναρτήσεις, να αποδείξουν ποιος είναι πιο ετεροκανονικός και περισσότερο ευθυγραμμισμένος με την ακροδεξιά ευπρέπεια, το θέαμα καταντά κουραστικό. Τα κόμπλεξ εκτίθενται δημόσια και η δημοκρατία καλείται να πληρώσει το τίμημα.
Εδώ βρίσκεται η λεπτή γραμμή: στο κοινωνικό, ομοφοβικό συμφραζόμενο, και στην επέλαση της απλοποίησης· στην εργαλειοποίηση της ελευθερίας της έκφρασης και των συγκινησιακών μηχανισμών που συγκροτούν το «ανήκειν». Για όσους παρήγαγαν το κολάζ, το «ανήκειν» είναι τέρας επιβολής που πρέπει διαρκώς να τρέφεται. Αν δεν το είχε κατασκευάσει εκείνος που το ανάρτησε, θα μπορούσε κάλλιστα να το είχε παράγει μια μηχανή τεχνητής νοημοσύνης με οδηγία τύπου: «παρουσίασε σε μία εικόνα την πραγματικότητα της κυπριακής πολιτικής σκέψης».
Και εδώ εντοπίζεται το ελπιδοφόρο στοιχείο: μεγάλο μέρος της κοινωνίας δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του σε αυτόν τον καθρέφτη. Δεν αποδέχεται το κάλπικο που παρουσιάστηκε ως πραγματικότητα και κανονικότητα, για να μας πείσει να παραδώσουμε τα δικαιώματά μας –και πρωτίστως το δικαίωμα στην έκφραση– σε νέα Ιερά Εξέταση. Για να το πούμε απλά: η απάντηση είναι όχι.
Τις περισσότερες ώρες, είναι μεσαίωνας
Τα ζωγραφικά έργα του Γιώργου Γαβριήλ, συμπεριλαμβανομένου του κολάζ που προκάλεσε αντιδράσεις, λειτουργούν ως εικονογραφικές αναπαραστάσεις ιδεών και αξιών με συλλογικό και πανανθρώπινο χαρακτήρα. Ο καλλιτέχνης επιδιώκει, μέσω της τέχνης του, να αφυπνίσει και να επαναφέρει τα "πραγματικά μηνύματα" της θρησκείας, όπως η αγάπη, η αλληλεγγύη και η αυτοκριτική. Αντλεί στοιχεία από την ιστορία της τέχνης, συμπεριλαμβανομένης της βυζαντινής εικονογραφίας, και τα επικαιροποιεί, ενσωματώνοντας πρόσωπα-σύμβολα και ιστορικές φιγούρες. Η πρόσφατη θύελλα αντιδράσεων προκλήθηκε από την ερμηνεία των έργων ως προσβολή θρησκευτικών πιστεύω, με αποτέλεσμα απειλές κατά του καλλιτέχνη και του γκαλερίστα, καθώς και την δημιουργία αντι-κολάζ με στόχο την πρόκληση και την εξόργιση. Ο συγγραφέας τονίζει ότι η τέχνη του Γαβριήλ, αν και μπορεί να προκαλέσει διαφωνίες, είναι έγκυρη και θεμιτή, καθώς προκαλεί διάλογο και αποκαλύπτει τάσεις στην κοινωνία.
You Might Also Like
Καρογιάν: Η ΔΗΠΑ ανταποκρινόμενη στο καθήκον της θα υπερψηφίσει τον Κρατικό Προϋπολογισμό
Dec 15
Βραβεία δια πάσαν νόσον να μοιράζονται στις πλατείες
Dec 16
Επίκαιρα θέματα
Dec 20
«Σεβασμός δεν σημαίνει σιωπή»: Ο δρ Τουμαζής περί τέχνης, με αφορμή τα γεγονότα γύρω από τα έργα του Γαβριήλ
Dec 21
Συνιδρυτής και Πρόεδρος της Palm Holdings Ltd: Palm Holdings & Το νέο πρόσωπο των πολύτιμων μέταλλων
Dec 22