Το πρωτόδικο δικαστήριο τον είχε καταδικάσει σε δύο χρόνια με αναστολή προσμετρώντας το άγχος του δράστη μέχρι την επιβολή ποινής. Αντέδρασε με έφεση ο Γενικός Εισαγγελέας.
Το Εφετείο ακύρωσε την αναστολή ποινής φυλάκισης 2 ετών και την αύξησε σε 3 χρόνια την για 25χρονο σήμερα άντρα, ο οποίος είχε παραδεχθεί σεξουαλική κακοποίηση κοριτσιού 8,5 ετών σε χωριό της επαρχίας Λευκωσίας το 2020, όταν αυτός ήταν 20 ετών. Η ποινή διατάχθηκε να εκτελεστεί άμεσα, με το Δικαστήριο να στέλνει σαφές μήνυμα ότι για αδικήματα σεξουαλικής φύσης σε βάρος παιδιών, η φυλάκιση δεν μπορεί να μένει στα χαρτιά.
Την σύνθεση του Εφετείου αποτελούσαν οι Δικαστές Μ. Αμπίζας, Στ. Χριστοδουλίδου-Μέσσιου και Ι. Στυλιανίδου.
Σεξουαλική επίθεση σε ανήλικη
Ο δράστης Κ.Π, τότε 20 ετών, εργαζόταν σε εταιρεία μετακομίσεων και στις 10 Ιανουαρίου 2020 μαζί με άλλους εργαζομένους βρέθηκε στην οικία της μητέρας της ανήλικης, σε χωριό της επαρχίας Λευκωσίας, για να βοηθήσει στη μετακόμιση.
Κάποια στιγμή, γύρω στο μεσημέρι, η μητέρα έφυγε από το σπίτι για να φέρει φαγητό, αφήνοντας την 8,5 ετών κόρη της μαζί με την οικιακή βοηθό. Η ανήλικη ανέβηκε στο υπνοδωμάτιο του δεύτερου ορόφου για να πάρει ένα παιχνίδι και, βγαίνοντας, είδε τον Κ. Π. με το γεννητικό του όργανο έξω από το παντελόνι, να την ρωτάει αν «ήθελε να το αγγίξει».
Το παιδί αρνήθηκε και ο Κ.Π αντί να αποθαρρυνθεί της ζήτησε να τον αγκαλιάσει. Η ανήλικη, νιώθοντας ντροπή και αμηχανία, δέχθηκε. Τότε εκείνος την σήκωσε από το έδαφος και την έσφιξε επάνω του, ζητώντας της στο τέλος να μην πει σε κανέναν τι συνέβη.
Σύμφωνα με όσα κατέθεσε αργότερα η μητέρα, το παιδί χαρακτήρισε το συμβάν αποκρουστικό και απαίσιο και της είπε ότι τη στιγμή που συνέβη «ήθελε να πεθάνει».
Άμεση διερεύνηση και αργή παραδοχή
Η ανήλικη έδωσε οπτικογραφημένη κατάθεση αμέσως μετά την αποκάλυψη των γεγονότων. Η Αστυνομία εξασφάλισε ένταλμα σύλληψης και ο Κ.Π αρχικά στην κατάθεσή του αρνήθηκε τα αδικήματα, αν και, όπως σημειώνεται στην απόφαση, δήλωσε στους αστυνομικούς, «έκαμα εγώ λάθος. Έχει καιρό που έχω πρόβλημα και πήγα και σε ψυχολόγο αλλά μάλλον έν μου πέρασε».
Το κατηγορητήριο καταχωρήθηκε στις 20 Ιανουαρίου 2020, μόλις δέκα ημέρες μετά το περιστατικό. Παρά τη γρήγορη κίνηση των διωκτικών αρχών, η υπόθεση «κόλλησε» για χρόνια στην άρνηση του κατηγορούμενου να παραδεχθεί. Χρειάστηκε να φτάσουμε στις 3 Δεκεμβρίου 2024 για να δηλώσει ένοχος στις δύο κατηγορίες που αντιμετώπιζε και αφορούσαν σεξουαλική κακοποίηση παιδιού και άσεμνη επίθεση εναντίον γυναίκας.
Η ποινή επιβλήθηκε στις 7 Μαρτίου 2025, δηλαδή μετά από 5 και πλέον χρόνια μετά τη διάπραξη των αδικημάτων.
Δύο χρόνια με αναστολή
Το πρωτόδικο Δικαστήριο καταδίκασε τον Κ.Π σε δύο χρόνια φυλάκιση για τη σεξουαλική κακοποίηση παιδιού, χωρίς να επιβάλει ξεχωριστή ποινή για την άσεμνη επίθεση, καθώς τα γεγονότα κάλυπταν την ίδια πράξη. Παράλληλα, εξέδωσε διατάγματα για παραπομπή του στην Αρχή Εποπτείας για δύο χρόνια, απαγόρευση για τον ίδιο χρόνο να εργάζεται ή να προσφέρει υπηρεσίες σε χώρους όπου βρίσκονται ή συχνάζουν παιδιά, και απαγόρευση διαμονής σε απόσταση μικρότερη των 100 μέτρων από οργανωμένους χώρους με παιδιά.
Παρά την αναγνώριση της σοβαρότητας του αδικήματος, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχαν επιβαρυντικές περιστάσεις, ότι απουσίαζε «βία ή εξαναγκασμός» και ότι δεν αποδείχθηκαν σοβαρές ψυχοσυναισθηματικές επιπτώσεις στο παιδί. Συνεκτίμησε, υπέρ του καταδικασθέντα, το λευκό ποινικό του μητρώο, την ηλικία του (20 ετών τότε, 25 κατά την επιβολή της ποινής), την απώλεια της εργασίας του και την «αγωνία» που, όπως έκρινε το Δικαστήριο, βίωνε όλα αυτά τα χρόνια εν αναμονή της δικαστικής κατάληξης.
Τελικά, ανέστειλε τη διετή ποινή φυλάκισης για διάστημα τριών ετών και ουσιαστικά, ο Κ.Π δεν θα έμπαινε φυλακή, εφόσον δεν υπέπιπτε σε νέο αδίκημα στο διάστημα αυτό.
Έφεση Γενικού Εισαγγελέα
Ο Γενικός Εισαγγελέας, διά της εκπροσώπου του Ε. Κωνσταντίνου, άσκησε έφεση εναντίον της ποινής, υποστηρίζοντας ότι η ποινή των δύο ετών ήταν έκδηλα ανεπαρκής, με βάση τη σοβαρότητα του αδικήματος, την έξαρση παρόμοιων υποθέσεων και τη νομολογία. Υποστήριξε ακόμα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αναγνωρίσει υπαρκτούς επιβαρυντικούς παράγοντες και έλαβε λανθασμένα υπ’ όψιν ορισμένους μετριαστικούς παράγοντες, ενώ εσφαλμένα άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια για αναστολή της ποινής φυλάκισης.
Ο δράστης Κ.Π εκπροσωπήθηκε ενώπιον του Εφετείου από τον δικηγόρο Λ. Κυριακίδη. Η διαδικασία, τόσο πρωτόδικα όσο και σε δεύτερο βαθμό, διεξήχθη κεκλεισμένων των θυρών, λόγω της φύσης της υπόθεσης και της ηλικίας του θύματος.
Το πρωτόδικο δικαστήριο και το άγχος του δράστη
Το Εφετείο σε πλήρη αντίθεση με την πρωτόδικη κρίση, θεωρεί ότι υπήρχαν σοβαρές επιβαρυντικές περιστάσεις. Ο Κ.Π περίμενε να φύγει η μητέρα από την οικία, ώστε το παιδί να μείνει πιο εκτεθειμένο και ευάλωτο, ενώ εκμεταλλεύτηκε την παρουσία του στο σπίτι για να πλησιάσει την ανήλικη. Όταν το παιδί αρνήθηκε να τον αγγίξει, δεν σταμάτησε, αλλά ζήτησε αγκαλιά και προχώρησε με τον να την σφίξει επάνω του, ολοκληρώνοντας τη σεξουαλική κακοποίηση που περιγράφεται στο κατηγορητήριο. Επίσης επιχείρησε να επιβάλει σιωπή ζητώντας από την ανήλικη να μην μιλήσει σε κανέναν.
Το Εφετείο σημειώνει, επίσης, ότι η δήλωση της ανήλικης πως «ήθελε να πεθάνει» όταν αντίκρισε τον δράστη με εκτεθειμένα τα γεννητικά του όργανα, αποτελεί σαφή ένδειξη βαριάς ψυχικής επιβάρυνσης και δεν μπορούσε να παραγνωριστεί. Αντίθετα, το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε, κατά την κρίση του Εφετείου, υπέρμετρη σημασία στο άγχος και την αγωνία του ίδιου του δράστη για την εξέλιξη της υπόθεσης.
Καμία επιείκια σε σεξουαλικά εγκλήματα σε βάρος παιδιών
Ένα από τα βασικά σημεία κριτικής του Εφετείου προς την πρωτόδικη απόφαση αφορά το βάρος που δόθηκε στο λευκό ποινικό μητρώο και στο γεγονός ότι ο Κ.Π δεν διέπραξε άλλο αδίκημα στα πέντε χρόνια που μεσολάβησαν.
Το Εφετείο υπενθυμίζει ότι σεξουαλικής φύσης αδικήματα κατά παιδιών αντιμετωπίζονται με αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές, όπου οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου είναι δευτερεύουσες. Όσο νεαρότερο είναι το παιδί – θύμα, τόσο σοβαρότερο θεωρείται το αδίκημα. Σημειώνει ακόμη ότι ο ίδιος ο νόμος προβλέπει μέχρι και ισόβια κάθειρξη για αδικήματα σε βάρος παιδιών κάτω των 13 ετών, δείχνοντας το μέτρο της απαξίας που η έννομη τάξη αποδίδει σε τέτοιες πράξεις.
Ως προς την καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της υπόθεσης, το Εφετείο είναι σαφές. Οι διωκτικές αρχές κινήθηκαν γρήγορα, η υπόθεση καταχωρήθηκε δέκα μέρες μετά το περιστατικό, και η μεγάλη χρονική απόσταση μέχρι την ποινή οφείλεται κυρίως στο ότι ο δράστης αρνιόταν για χρόνια και παραδέχθηκε μόνο στο τέλος την ενοχή του. Δεν μπορεί, συνεπώς, να μετατρέπεται η δική του επιλογή σε ελαφρυντικό.
Απευθείας στη φυλακή
Σε ό,τι αφορά την αναστολή, το Εφετείο επαναφέρει τις βασικές αρχές, ότι η αναστολή ποινής φυλάκισης προϋποθέτει ότι, παρά τη σοβαρότητα του αδικήματος, το σύνολο των περιστάσεων επιτρέπει να δοθεί μια «δεύτερη ευκαιρία» χωρίς να υπονομεύεται ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της ποινής και η προστασία της κοινωνίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο έκρινε ότι η αναστολή δεν αντανακλούσε την αντικειμενική σοβαρότητα της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού 8,5 ετών, εξέπεμπε λανθασμένο μήνυμα ως προς την αντιμετώπιση σεξουαλικών εγκλημάτων σε βάρος ανηλίκων και εξασθενούσε σε μεγάλο βαθμό την αναγκαία αποτροπή, τόσο ειδική (για τον ίδιο τον δράστη) όσο και γενική (για πιθανές μελλοντικές υποθέσεις).
Έτσι, κρίθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια και η απόφαση για αναστολή ακυρώθηκε.
Το Εφετείο έκανε δεκτή την έφεση του Γενικού Εισαγγελέα, αύξησε την ποινή φυλάκισης από 2 σε 3 χρόνια για την κατηγορία της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού και διέταξε όπως η ποινή εκτελεστεί άμεσα, χωρίς αναστολή.
Τα διατάγματα παραπομπής στην Αρχή Εποπτείας και απαγόρευσης εργασίας ή διαμονής κοντά σε χώρους με παιδιά παραμένουν σε ισχύ, προσθέτοντας ένα επιπλέον πλέγμα προστασίας για το επόμενο διάστημα, πέραν της στέρησης της ελευθερίας.
Ξεκάθαρο μήνυμα
Η υπόθεση αυτή δεν αφορά «ένα λάθος ενός νεαρού» αλλά τον τρόπο με τον οποίο η Δικαιοσύνη τοποθετείται απέναντι στη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών. Το Εφετείο, μέσα από εκτενείς αναφορές στη νομολογία και στη ραγδαία αύξηση παρόμοιων υποθέσεων, ξεκαθαρίζει ότι η αναγνώριση της σοβαρότητας τέτοιων εγκλημάτων δεν μπορεί να μένει θεωρητική. Πρέπει να αποτυπώνεται στις ποινές, ώστε το παιδί να βρίσκεται στο κέντρο της προστασίας και όχι στην περιφέρεια των «μετριαστικών» παραγόντων των δραστών.
Σε μια περίοδο που όλο και συχνότερα υποθέσεις παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης φτάνουν ενώπιον των Δικαστηρίων, τέτοιες αποφάσεις λειτουργούν ως υπενθύμιση ότι η επιείκεια έχει όρια και ένα από αυτά, είναι η ασφάλεια των πιο ευάλωτων μελών της κοινωνίας, που είναι τα παιδιά.
Στη φυλακή 25χρονος με απόφαση Εφετείου για σεξουαλική κακοποίηση κοριτσιού. Αργή η παραδοχή του
Ένας 25χρονος άνδρας καταδικάστηκε σε τρία χρόνια φυλάκισης από το Εφετείο για σεξουαλική κακοποίηση κοριτσιού 8,5 ετών, που είχε συμβεί το 2020 όταν ο δράστης ήταν 20 ετών. Η αρχική ποινή των δύο ετών με αναστολή ακυρώθηκε, καθώς το Εφετείο έκρινε ότι η σοβαρότητα του αδικήματος απαιτεί αυστηρότερη τιμωρία. Ο άνδρας είχε παραδεχθεί την πράξη του, αλλά η παραδοχή ήρθε καθυστερημένα, μετά από χρόνια άρνησης. Η υπόθεση αφορούσε σεξουαλική επίθεση σε ανήλικη κατά τη διάρκεια μετακόμισης, όταν ο δράστης εργαζόταν σε εταιρεία μετακομίσεων. Το δικαστήριο έστειλε ένα σαφές μήνυμα ότι τέτοια εγκλήματα δεν θα αντιμετωπίζονται με ελαφρότητα και ότι η φυλάκιση είναι η κατάλληλη συνέπεια για τους δράστες.
You Might Also Like
Από τα μαθήματα χορού στη σεξουαλική κακοποίηση μαθητή – Η απόφαση του Εφετείου
Nov 20
Με πρόφαση μαθήματα χορού, κακοποίησε σεξουαλικά μαθητή του- Αυξήθηκε η ποινή
Nov 24
Χάνονται αναδρομικά σύνταξης για όσους καθυστερούν να κάνουν αίτηση
Nov 26
Ανώτατο: Ο Α.Π αποζημιώθηκε για άδικη δίκη και όχι για τα 7,5 χρόνια φυλακή
Dec 9
Στο κελί 25χρονος που γλίτωσε πρωτόδικα για σεξουαλική κακοποίηση ανήλικης – Πήγε για μετακόμιση και προκάλεσε εφιάλτη σε κοριτσάκι
Dec 9