Politis

Σημαντική απόφαση από το Εφετείο: Παράνομη η ηχογράφηση ιδιωτικής συνομιλίας ακόμη και από τον ίδιο τον συνομιλητή

Published November 3, 2025
Σημαντική απόφαση από το Εφετείο: Παράνομη η ηχογράφηση ιδιωτικής συνομιλίας ακόμη και από τον ίδιο τον συνομιλητή

Σε μια απόφαση με ιδιαίτερη νομική και κοινωνική σημασία, το Εφετείο , ασκώντας την ποινική του δικαιοδοσία, έκρινε ότι η μαγνητοφώνηση ιδιωτικής τηλεφωνικής επικοινωνίας χωρίς τη συναίνεση του άλλου συνομιλητή συνιστά παραβίαση του απορρήτου, ακόμη και όταν πραγματοποιείται από ένα εκ των εμπλεκομένων προσώπων. Η απόφαση, ημερομηνίας 31 Οκτωβρίου 2025, επιβεβαιώνει ότι η προστασία της ιδιωτικής επικοινωνίας, κατοχυρωμένη στα άρθρα 15 και 17 του Συντάγματος, εκτείνεται και στις περιπτώσεις όπου ένας συνομιλητής ενεργεί εν αγνοία του άλλου, χωρίς να απαιτείται παρέμβαση τρίτου.
Το Δικαστήριο απέρριψε την έφεση πολίτη που είχε καταδικαστεί για υποκλοπή, αποκάλυψη και χρήση του περιεχομένου ιδιωτικής τηλεφωνικής συνομιλίας, κρίνοντας ότι ακόμη και όταν η καταγραφή χρησιμοποιείται στο πλαίσιο καταγγελίας προς την Αστυνομία, η πράξη διατηρεί τον παράνομο χαρακτήρα της.
Η υπόθεση, που συνδέεται με συνομιλία μεταξύ διαιτητή και μέλους της Επιτροπής Διαιτησίας της ΚΟΠ, φωτίζει εκ νέου τα όρια της νομιμότητας στην καταγραφή ιδιωτικών συνομιλιών και την ανάγκη διαφύλαξης του θεμελιώδους δικαιώματος στην ιδιωτικότητα. Την υπόθεση ενώπιον του Εφετείου χειρίστηκε ο δικηγόρος Στέλιος Χριστοδούλου του Δικηγορικού Γραφείου Χρίστος Μ. Τριανταφυλλίδης Δ.Ε.Π.Ε.
Αναλυτικά η ανακοίνωση
Την 31/10/2025 το Εφετείο υπό την Ποινική του δικαιοδοσία επιλήφθηκε Έφεσης πολίτη κατά της καταδίκης του και ποινής φυλάκισης με αναστολή στις κατηγορίες (Α) εσκεμμένη υποκλοπή και παρακολούθηση ιδιωτικής επικοινωνίας κατά παράβαση του Άρθρου 3(1)
(α) του περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμου του 1996 (Ν.92(Ι)/1996), (Β) εσκεμμένη αποκάλυψη σε άλλο πρόσωπο του περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας, γνωρίζοντας ότι η πληροφορία λήφθηκε από υποκλοπή ή παρακολούθηση ιδιωτικής επικοινωνίας κατά παράβαση του Άρθρου 3(1)(γ) του Νόμου, και, (Γ) εσκεμμένη χρησιμοποίηση του περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας γνωρίζοντας ότι η πληροφορία λήφθηκε από υποκλοπή ή παρακολούθηση ιδιωτικής επικοινωνίας κατά παράβαση του Άρθρου 3(1)(δ) του Νόμου.
Τα ανωτέρω αδικήματα αφορούσαν μαγνητοφώνηση ιδιωτικής τηλεφωνικής επικοινωνίας μεταξύ των διαδίκων και πραγματοποιήθηκε από τον Εφεσείοντα εν αγνοία και χωρίς τη συγκατάθεση του Εφεσίβλητου. Με βάση τα γεγονότα ο Εφεσίβλητος ζητούσε από τον Εφεσείοντα ευνοϊκή μεταχείριση στη διαιτησία για ποδοσφαιρικές ομάδες χαμηλότερων κατηγοριών, και ποδοσφαιρικές ομάδες νέων. Κατά τον χρόνο εκείνο ο Εφεσείων ήταν εγγεγραμμένος διαιτητής και ο Εφεσίβλητος μέλος της Επιτροπής Διαιτησίας της ΚΟΠ. Η αποκάλυψη και χρησιμοποίηση του περιεχομένου της ιδιωτικής επικοινωνίας έγινε στο πλαίσιο κατάθεσης του Εφεσείοντος στην Αστυνομία, με την οποία κατήγγειλε τον Εφεσίβλητο για την παράνομη συμπεριφορά του. Ακολούθησε η καταχώριση ποινικής υπόθεση κατά του Εφεσίβλητου, ο οποίος παραδέχτηκε ενοχή και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης με αναστολή. ΄Ενεκα της μη καταχώρισης όμως και ποινικής υπόθεσης κατά του Εφεσείοντος από την Αστυνομία, ο Εφεσίβλητος καταχώρισε εναντίον του την ιδιωτική ποινική δίωξη που αποτέλεσε το αντικείμενο της Έφεσης.
Το Εφετείο, μεταξύ άλλων απεφάσισε ότι το αδίκημα σχετικά με τη παραβίαση της ιδιωτικής επικοινωνίας κατά παράβαση των άρθρων 15 και 17 του Συντάγματος δύναται να συντελεστεί με υποκλοπή ή παρακολούθηση μεταξύ δύο προσώπων που ευρίσκονται σε ιδιωτική επικοινωνία νοουμένου ότι λαμβάνει χώρα εν αγνοία και χωρίς τη συναίνεση του άλλου. Δεν απαιτείται η υποκλοπή ή παρακολούθηση να γίνεται από τρίτο πρόσωπο.
«Η ιδιωτική επικοινωνία προστατεύεται από τη στιγμή που ο συνομιλητής έχει τη λογική προσδοκία ότι η επικοινωνία του παραμένει ιδιωτική έναντι οποιουδήποτε, συμπεριλαμβανομένου του συνομιλητή του, όσον αφορά την καταγραφή και διατήρηση του περιεχομένου της. Εάν επιτρεπόταν η καταγραφή και διατήρηση του περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας εν αγνοία και χωρίς τη συναίνεση ενός των συνομιλητών, θα ακυρωνόταν ο ουσιαστικός πυρήνας του απορρήτου, δηλαδή η ελευθερία του ατόμου να εκφράζεται ελεύθερα, με τη βεβαιότητα ότι τα λεγόμενα του θα παραμείνουν μεταξύ των συνομιλητών. Η καταγραφή μετατρέπει την τηλεφωνική επικοινωνία σε μόνιμο «έγγραφο» με όλες τις δυνατότητες εκμετάλλευσης και διαρροής, γεγονός που αντιβαίνει στην έννοια της εμπιστευτικότητας. Χωρίς την προστασία αυτή, οι πολίτες θα ήταν επιφυλακτικοί σε κάθε ιδιωτική επικοινωνία, γνωρίζοντας ότι το περιεχόμενο της θα μπορούσε να καταγραφεί και χρησιμοποιηθεί εναντίον τους, οδηγώντας σε αυτολογοκρισία και περιορισμό της ελεύθερης έκφρασης».
Τέλος είναι σημαντικό να τονισθεί ότι, το γεγονός ότι η αποκάλυψη και χρησιμοποίηση της παράνομης ηχογράφησης της επικοινωνίας έγινε στο πλαίσιο κατάθεσης την οποία ο Εφεσίβλητος έδωσε εις την Αστυνομία, δεν αναιρεί τον παράνομο χαρακτήρα της πράξεως.