Του Δρ Παναγιώτη Αγησιλάου
Ο ανταγωνισμός αποτελεί βασικό πυλώνα της οργάνωσης των αγορών και μηχανισμό προαγωγής της αποδοτικότητας, της καινοτομίας και της ευημερίας των καταναλωτών. Σε θεωρητικό επίπεδο, η εύρυθμη λειτουργία του ανταγωνισμού οδηγεί σε χαμηλότερες τιμές, βελτιωμένη ποιότητα προϊόντων και υπηρεσιών και ενίσχυση των κινήτρων για καινοτομία. Ωστόσο, η πραγματικότητα καταδεικνύει ότι η αξία του ανταγωνισμού δεν γίνεται πάντοτε αντιληπτή με τον ίδιο τρόπο από τις επιχειρήσεις, ιδίως όταν αυτός μεταφράζεται σε άμεση οικονομική πίεση και περιορισμό της κερδοφορίας τους.
Η απόκλιση αυτή μεταξύ θεωρίας και επιχειρηματικής εμπειρίας εγείρει κρίσιμα ερωτήματα ως προς τον τρόπο με τον οποίο ο ανταγωνισμός λειτουργεί στην πράξη, αλλά και ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες γίνεται αποδεκτός ή αμφισβητείται από τις ίδιες τις επιχειρήσεις. Τα ζητήματα αυτά αποτυπώνονται στα ευρήματα πρόσφατης παγκύπριας έρευνας σε επιχειρήσεις όλων των μεγεθών και τομέων οικονομικής δραστηριότητας, η οποία διεξήχθη από τη Noverna για λογαριασμό της Trojan Economics.
Τα ευρήματα της έρευνας καταδεικνύουν ότι η μεγάλη πλειοψηφία των επιχειρήσεων δηλώνει πως κατανοεί τον όρο «ανταγωνισμός στην αγορά» και τον θεωρεί σημαντικό για τη λειτουργία και την επιτυχία της. Παράλληλα, ωστόσο, σχεδόν επτά στις δέκα επιχειρήσεις εκτιμούν ότι μια μείωση του ανταγωνισμού στον κλάδο τους θα είχε θετική επίδραση στη δική τους κερδοφορία. Το εύρημα αυτό αναδεικνύει διαφοροποίηση στην αξιολόγηση του ανταγωνισμού σε επίπεδο αγοράς και σε επίπεδο επιχείρησης. Συγκεκριμένα, οι επιχειρήσεις αναγνωρίζουν τα γενικά οφέλη του ανταγωνισμού, ενώ ταυτόχρονα αξιολογούν αρνητικά την επίδρασή του στην κερδοφορία τους.
Τα ευρήματα αυτά αντανακλούν τις συνθήκες υπό τις οποίες λαμβάνονται οι επιχειρηματικές αποφάσεις. Από την οπτική της μεμονωμένης επιχείρησης, ο ανταγωνισμός συνεπάγεται πίεση στις τιμές, περιορισμό περιθωρίων κέρδους και αυξημένη αβεβαιότητα ως προς τις μελλοντικές αποδόσεις. Η έρευνα καταγράφει ότι αυτό γίνεται ιδιαίτερα αισθητό στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες δηλώνουν ότι σε ένα έντονα ανταγωνιστικό περιβάλλον ωθούνται σε μείωση τιμών και, συχνά, σε συγκράτηση ή αναβολή επενδυτικών αποφάσεων. Αντίθετα, οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις επηρεάζονται σε μικρότερο βαθμό από τον ανταγωνισμό, τόσο ως προς την τιμολόγηση όσο και ως προς τις επενδυτικές τους επιλογές.
Η ασυμμετρία που καταγράφεται στα αποτελέσματα της έρευνας μεταξύ μικρών, μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων αντανακλά τον καθοριστικό ρόλο του μεγέθους της επιχείρησης στη λειτουργία του ανταγωνισμού. Για τις μικρότερες επιχειρήσεις, το βασικό εμπόδιο στην ύπαρξη υγιούς ανταγωνισμού δεν είναι η ανεπαρκής ζήτηση ή η ένδεια καινοτομίας, αλλά τα πλεονεκτήματα που απολαμβάνουν οι μεγαλύτεροι ανταγωνιστές, όπως οι οικονομίες κλίμακας, η ισχυρή διαπραγματευτική δύναμη και η πρόσβαση σε κεφάλαια και δίκτυα διανομής. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ο ανταγωνισμός δεν γίνεται αντιληπτός από τις επιχειρήσεις αυτές ως πεδίο ίσων ευκαιριών, αλλά ως μια άνιση ανταγωνιστική αναμέτρηση.
Η εικόνα αυτή συμπληρώνεται από την αντίληψη των επιχειρήσεων σχετικά με τη δυσκολία εισόδου νέων ανταγωνιστών στην αγορά. Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, σχεδόν οι μισές επιχειρήσεις εκτιμούν ότι η είσοδος ενός νέου ανταγωνιστή στον κλάδο τους είναι δύσκολη, με το ποσοστό αυτό να αυξάνεται αισθητά μεταξύ των μεγάλων επιχειρήσεων. Η αντίληψη αυτή συνδέεται άμεσα με την ύπαρξη υψηλού κόστους συμμόρφωσης, αυξημένων κανονιστικών απαιτήσεων και άλλων διαρθρωτικών εμποδίων, τα οποία λειτουργούν αποτρεπτικά για νέους παίκτες και περιορίζουν τη δυναμική εξέλιξη και αναδιάρθρωση των αγορών.
Παρά τις επιφυλάξεις αυτές, οι επιχειρήσεις αναγνωρίζουν και τη θετική λειτουργία του ανταγωνισμού. Ιδίως οι μεσαίες επιχειρήσεις συνδέουν την ενίσχυση της ανταγωνιστικής έντασης με τη βελτίωση της ποιότητας προϊόντων και υπηρεσιών, επιβεβαιώνοντας ότι ο ανταγωνισμός εξακολουθεί να λειτουργεί ως βασικός μηχανισμός επιβολής πειθαρχίας στην αγορά. Το κρίσιμο ζήτημα, συνεπώς, δεν αφορά τον ανταγωνισμό καθαυτόν, αλλά τον τρόπο με τον οποίο κατανέμεται η πίεση που αυτός ασκεί μεταξύ επιχειρήσεων διαφορετικού μεγέθους και θέσης στην αγορά.
Το κεντρικό συμπέρασμα που προκύπτει από τα εμπειρικά αποτελέσματα της έρευνας είναι ότι ο ανταγωνισμός δεν βιώνεται το ίδιο από όλες τις επιχειρήσεις. Παρότι αναγνωρίζεται ότι ωφελεί την οικονομία συνολικά, για πολλές επιχειρήσεις -ιδίως τις μικρότερες- θεωρείται πηγή πίεσης και όχι ευκαιρίας.
Κατά συνέπεια, η πρόκληση για την πολιτική ανταγωνισμού δεν έγκειται στο να πείσει τις επιχειρήσεις για την ωφελιμότητα του ανταγωνισμού, καθώς αυτή είναι ήδη ευρέως αναγνωρισμένη. Η ουσιαστική πρόκληση είναι η διαμόρφωση συνθηκών υπό τις οποίες ο ανταγωνισμός λειτουργεί με ίσους όρους και δεν μετατρέπεται σε άνιση πίεση, ιδίως σε βάρος των μικρότερων επιχειρήσεων. Μόνο τότε ο ανταγωνισμός που όλοι δηλώνουν ότι επιθυμούν μπορεί να καταστεί βιώσιμος και ωφέλιμος για το σύνολο των επιχειρήσεων.
Διευθυντή, Trojan Economics
Ο ανταγωνισμός στην επιχειρηματική πραγματικότητα
Ο ανταγωνισμός αποτελεί θεμελιώδη λίθο της υγιούς οικονομίας, προάγοντας την αποδοτικότητα, την καινοτομία και την ευημερία των καταναλωτών. Θεωρητικά, ένας ανταγωνιστικός κλάδος οδηγεί σε χαμηλότερες τιμές, καλύτερη ποιότητα προϊόντων και υπηρεσιών και αυξημένα κίνητρα για τις επιχειρήσεις να βελτιώνονται συνεχώς. Ωστόσο, μια πρόσφατη παγκύπρια έρευνα αποκαλύπτει μια διαφορά στην αντίληψη του ανταγωνισμού μεταξύ της θεωρίας και της πραγματικότητας που βιώνουν οι επιχειρήσεις. Η έρευνα, που διεξήχθη από τη Noverna για λογαριασμό της Trojan Economics, έδειξε ότι η πλειοψηφία των επιχειρήσεων αναγνωρίζει τη σημασία του ανταγωνισμού για την επιτυχία τους. Παράλληλα, μια σημαντική πλειοψηφία, συγκεκριμένα επτά στις δέκα επιχειρήσεις, εκτιμά ότι μια μείωση του ανταγωνισμού θα είχε θετική επίδραση στην κερδοφορία τους. Αυτό υποδηλώνει μια αντίφαση, όπου οι επιχειρήσεις αναγνωρίζουν τα γενικά οφέλη του ανταγωνισμού, αλλά ταυτόχρονα θεωρούν ότι η μείωσή του θα ήταν ευνοϊκή για τα οικονομικά τους αποτελέσματα. Η έρευνα αναδεικνύει ότι ο ανταγωνισμός, από την οπτική της επιχείρησης, συχνά μεταφράζεται σε πίεση στις τιμές, περιορισμό των κερδών και αυξημένη αβεβαιότητα. Αυτό είναι ιδιαίτερα αισθητό στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ), οι οποίες αναφέρουν ότι σε έντονα ανταγωνιστικά περιβάλλοντα αναγκάζονται να μειώσουν τις τιμές τους και να αναβάλουν επενδυτικές αποφάσεις. Αντίθετα, οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις φαίνεται να επηρεάζονται λιγότερο από τον ανταγωνισμό, τόσο στην τιμολόγηση όσο και στις επενδύσεις τους. Η διαφορά αυτή στην επίδραση του ανταγωνισμού μεταξύ ΜΜΕ και μεγάλων επιχειρήσεων οφείλεται κυρίως στα πλεονεκτήματα που απολαμβάνουν οι μεγαλύτεροι ανταγωνιστές, όπως οι οικονομίες κλίμακας, η ισχυρή διαπραγματευτική δύναμη και η ευκολότερη πρόσβαση σε κεφάλαια και δίκτυα διανομής. Ως αποτέλεσμα, οι ΜΜΕ συχνά αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην αντιμετώπιση του ανταγωνισμού, καθώς δεν έχουν τις ίδιες δυνατότητες με τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Η έρευνα υπογραμμίζει την ανάγκη για πολιτικές που θα ενισχύσουν τον ανταγωνισμό και θα διασφαλίσουν ίσους όρους για όλες τις επιχειρήσεις, ανεξάρτητα από το μέγεθός τους.
You Might Also Like
Ποντάρουν στην τεχνητή νοημοσύνη οι κυπριακές επιχειρήσεις
Dec 4
Χρηματοδότηση και δανειοδότηση στην Κύπρο
Dec 9
Τα τρία λογισμικά που προτιμούν οι κυπριακές επιχειρήσεις
Dec 9
ΕΤΕπ: Οι κυπριακές επιχειρήσεις επενδύουν παρά τις γεωπολιτικές πιέσεις
Dec 12
Ισχυρή επενδυτική δυναμική στην Κύπρο παρά τις γεωπολιτικές πιέσεις
Dec 12