Οι νάνοι της πολιτικής νόμισαν πως τον τιμώρησαν
Του Πατριάρχη
Ο Διονύσης Σαββόπουλος δεν υπήρξε μόνο ένας μεγάλος τραγουδοποιός. Υπήρξε ένας παρατηρητής της Ελλάδας και του ελληνισμού που ωρίμαζαν μέσα από συγκρούσεις και ψευδαισθήσεις. Τα τραγούδια του δεν έμειναν στη μελωδία. Κατέγραψαν εποχές, αναμετρήθηκαν με μύθους, έφεραν στο φως το παράδοξο μιας κοινωνίας που θέλει να αυτοπροσδιορίζεται ως ελεύθερη και την ίδια στιγμή ζητά πιστοποιητικά κομματικής ορθοδοξίας από τους καλλιτέχνες της.
Όταν στα τέλη της δεκαετίας του ογδόντα παρουσίασε το «Κούρεμα», δεν απέρριψε απλώς μια αισθητική. Γκρέμισε την επιτήρηση της σκέψης που είχε επιβάλει στον καλλιτέχνη η αριστερή κομματική αυθεντία. Έθεσε το δικαίωμα να αλλάζεις γνώμη, να βλέπεις την Ιστορία χωρίς τα γυαλιά μιας μόνο παράταξης και να μην υπηρετείς κανένα σενάριο χειραγώγησης.
Η αντίδραση απέναντί του υπήρξε συχνά λυσσαλέα. Κάποιοι δεν του συγχώρησαν ποτέ ότι μεγάλωσε πολιτικά, ότι έσπασε το στερεότυπο του καλλιτέχνη που οφείλει να σιγοντάρει την κάθε νέα εκδοχή μιας δήθεν επαναστατικής καθαρότητας. Και τώρα που έφυγε, η μικρότητα βρήκε την εύκολη διέξοδο της απουσίας. Όσοι θα έπρεπε να κατανοούν την αξία ενός ανθρώπου που βασανίστηκε από τη χούντα και ύστερα τόλμησε να κρίνει τους μεταπολιτευτικούς πατερούληδες, προτίμησαν τη σιωπή. Η σιωπή όμως έχει ηχηρό περιεχόμενο. Δηλώνει πως το κόμμα προηγείται της μνήμης, πως η σημαία προηγείται του έργου, πως η ντιρεκτίβα προηγείται του ανθρώπου.
Δεν χρειάζεται να συμπαθεί κανείς τις πολιτικές του επιλογές για να αναγνωρίσει το μέγεθος της δημιουργίας του. Στις σοβαρές δημοκρατίες υπάρχει ένα ελάχιστο μέτρο τιμής για όσους άφησαν σημάδι στον πολιτισμό. Στην Ελλάδα περισσεύει η μικροψυχία, αυτή η αρρώστια που απομυζά τη συλλογική αξιοπρέπεια. Η ίδια νοοτροπία που μονοπωλεί το ηθικό πλεονέκτημα και καταδικάζει σε εξορία όσους δεν συντάσσονται με τις εκάστοτε κομματικές γραμμές. Μια νοοτροπία που σήμερα συναντά την πιο κυνική εκδοχή της δεξιάς συνωμοσιολογίας (Βελόπουλος, Νατσιός, Λατινοπούλου) και, αντί να ντρέπεται για την παρέα, τη χρησιμοποιεί για άλλοθι. Η συνάντηση αυτή δεν είναι ιδεολογία. Είναι ευτέλεια.
Ο Σαββόπουλος πλήρωσε την ελευθερία του. Την πλήρωσε τότε που τα κελιά της χούντας αντηχούσαν από τις κραυγές των βασανιστηρίων και μετά, όταν οι πλατείες είχαν μια επαναστατική αύρα που με «τα παιδιά που είναι στο κόμμα». Η αριστερά που δήθεν κόπτεται για τα δικαιώματα του δημιουργού, έδειξε πως δυσκολεύεται με το δικαίωμα του δημιουργού να διαφωνεί μαζί της. Εδώ βρίσκεται το κρίσιμο σημείο. Ή πιστεύεις στη δημοκρατία των ιδεών ή πιστεύεις στην κομματική ορθότητα. Και τα δύο δεν χωρούν. Η αποτίμηση ενός καλλιτέχνη δεν γίνεται με κομματικές μεζούρες. Γίνεται με το αν το έργο του επιζεί των προσώπων και φωτίζει τα τυφλά σημεία της κοινωνίας. Ο Σαββόπουλος το πέτυχε.
Η κηδεία ενός ανθρώπου του πολιτισμού δεν είναι συνέλευση παρατάξεων. Είναι μια τελετή μνήμης όπου ο καθένας στέκεται μπροστά στο έργο και αναμετριέται με τη δική του διαδρομή. Όταν επιλέγεις να «τιμωρήσεις» έναν νεκρό με την απουσία σου, δεν τιμωρείς εκείνον, αλλά κάνεις φτωχότερο τον ήδη χρεοκοπημένο εαυτό σου. Πολιτικοί νάνοι που φαντάστηκαν πως το μπόι τους είναι ίσα με τη σκιά τους, όταν γέρνει ο ήλιος.
Η Ελλάδα χρωστά στους δημιουργούς που τη βοήθησαν να μεγαλώσει μέσα από την αυτοειρωνεία, τη μνήμη και την κριτική. Χρωστά να τους αποχαιρετά με γενναιότητα. Να αναγνωρίζει ότι η τέχνη είναι χώρος ασυμβίβαστος με τις μικρές σκοπιμότητες. Ο Σαββόπουλος έφυγε με το βλέμμα στραμμένο στην ελευθερία. Όσοι διάλεξαν να στρέψουν το βλέμμα αλλού, απλώς παραδέχθηκαν ότι φοβούνται το φως της. Το τραύμα της μικροψυχίας δεν θεραπεύεται με συνθήματα. Θεραπεύεται με το δύσκολο μάθημα της αυτογνωσίας, της ανοχής και της τιμής σε εκείνους που τόλμησαν να τραγουδήσουν την αλήθεια τους.