Σταύρος Θεμιστοκλέους, «Όρθιες στέκονται μόνο οι μαριονέτες», εκδόσεις Ρώμη, 2025.
Ο νέος ποιητής Σταύρος Θεμιστοκλέους δίνει ευπρόσωπα διαπιστευτήρια από την πρώτη του συλλογή, από το πρώτο κιόλας ποίημα. Ένα πολυσκελές – αυτοαναφορικό εισαγωγικό ποίημα. Ευδιάκριτη εικαστική διάθεση, λυρισμός και τρυφερότητα από μιας αρχής. Στιγμές προσωπικής και οικογενειακής καθημερινότητας, με επαρκή αισθητική μετάπλαση, καθίστανται ποιητικές.
Ο Στ. Θ. διαθέτει φαντασία και διακρίνεται για την ευρηματικότητά του. Π.χ. στο δεύτερο ποίημα της συλλογής δίνει φωνή σ’ ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο, προσωποποιώντας στιγμές από το αστικό τοπίο: «Μου λείπουν οι μέρες / που φλυαρούσε ο άνεμος / και τα φύλλα μου ήταν ελεύθερα / να τον ακούσουν». (σελ. 15)
Με σωστή αρχιτεκτονική δόμηση θεματοποιεί την αντιφατικότητα του κόσμου. Όταν τα άχρηστα καθίστανται χρήσιμα και αντιστρόφως. Αλλά αναζητεί και μια χαραμάδα φωτός στα πιο απίθανα σημεία. Εξάλλου, αυτή είναι η μοίρα των ποιητών: «Πέταξέ με στα σκουπίδια. / Εκεί θα βρω των αρουραίων θησαυρούς. / Βρωμάει ξινίλα απ’ το ληγμένο γάλα / μιας μάνας που δεν γέννησε… / …Πέταξέ με στα σκουπίδια / εκεί που ό, τι έγινε / ανθίζει». (σελ. 16)
Γενικά, ο νέος ποιητής ελκύεται από τις αντιθέσεις και την αντιφατικότητα των κοινωνικών μα και των διαπροσωπικών πραγμάτων: «Η αλήθεια / έχει χαθεί στις τόσες εκδοχές της. / Με μεταξένιο σεντόνι / στις λέξεις μέσα κρύβεται… / …Το ψέμα έχει σωθεί στις τόσες εκδοχές του. / Σαν βαρύς μουσαμάς σε καλύπτει. / Εισχωρεί στους πνεύμονες… / …Η αλήθεια έχει ήδη χαθεί / στις τόσες εκδοχές της. / Ψέμα είναι». (σελ. 22)
Ο Στ. Θ. είναι μεν νέος ποιητής, αλλά είναι και ώριμος δημιουργός. Έτσι, μοιραία, στιγμές – στιγμές, η ποίησή του αποπνέει και μιαν αιθάλη πεσιμισμού. Ο σύγχρονος κόσμος είναι συχνά ανέλπιδος κι απέλπιδος. Τα αδιέξοδα είναι πολλά, η απόγνωση αχνοφαίνεται παντού: «Κάμπιες αρνούνται να γίνουν πεταλούδες. / Νούφαρα να επιπλεύσουν. / Παπαρούνες να κοκκινήσουν». (σελ. 30)
Από ένα νέο ποιητή ασφαλώς και δεν απουσιάζουν οι υπαρξιακές αναζητήσεις: «Τελικά στον κύκλο της ζωής / εκπληρώνω τον σκοπό μου. / Γίνομαι τροφή». (σελ. 27) Στίχοι ευκρινείς, διαυγείς και μονοσήμαντοι. Γενικά, οι υπαρξιακές του αναζητήσεις διακρίνονται για την απλότητα, τη λιτότητα, αλλά και τη στοιχειώδη υποδομή τους: «Χορτάτοι ή πεινασμένοι / έχουμε τη γεύση της φαντασίας. / Πώς να επιβιώσουμε / με βουτιές στα ρηχά; / Ας μην επιβιώσουμε. / Άλλωστε, μας ταπεινώνει η σάρκα. / Φθείρεται». (σελ. 49)
Για νέος ποιητής ο Στ. Θ. συγκεντρώνει πολλές αρετές και πληροί πολλά υποσχόμενες προϋποθέσεις να γίνει ακόμα καλύτερος. Διαθέτει πληθωρική φαντασία, ανατρεπτική διάθεση, ενδοσκοπική έφεση. Διακρίνεται ακόμη για την ειλικρίνεια και τις εξομολογητικές του προθέσεις: «Ντύνω το μπαλκόνι δάσος. / Ίσως κάποια σαπουνόφουσκα / μες στον χορό της / άγριο ζώο να φανερώσει. / Θα υπομένω δαγκωματιές και ουρλιαχτά / μέχρι να το δαμάσω». (σελ. 40)
Η διαυγής και στέρεη αρχιτεκτονική δόμηση ενός ποιήματος, σχεδόν πάντοτε, αποφέρει επαρκές αισθητικό αποτέλεσμα, έμπλεο νοήματος και κάλλους: «Με βλέμμα γάτας συνηθίζω τον κάδο. / Στο χάος των σκουπιδιών / με πλαστικές σακούλες ντύνομαι / να καταλάβω προς ποια κατεύθυνση / φυσά ο αέρας. / Απομακρύνει τη βρωμιά / ή μήπως τη φέρνει / προς εμένα;». (σελ. 41) Εδώ η ευκρίνεια της εικόνας, καθορίζει, εν πολλοίς, και το ποιητικό αποτέλεσμα.
Συχνά, η αυτοαναφορικότητα του Στ. Θ. σμίγει με τη ποιητική του αναζητώντας κοινούς συμβολισμούς: «Σαν ποιήματα που αρνούνται να γραφτούν / δεχόμαστε για σπίτι το συρτάρι»/ (σελ. 19) Το αποτέλεσμα γίνεται ακόμα πιο θελκτικό, όταν ο ποιητής ενδίδει σε μεγαλύτερες εξομολογήσεις, εμβαθύνοντας την ενδοσκόπηση στον εσωτερικό του κόσμο και τις προσωπικές του στιγμές: «Θα πετάξω λέξεις γλυκερές / όπως ‘αγάπη’, ‘έρωτας’ και ‘όνειρο’. / Γίνομαι πουλί και τις πετώ. / Ας ακουμπήσουν άλλους. / Ας χάσουν τη σημασία τους / Προτιμώ να αιωρούμαι στον ορίζοντα / στην αυταπάτη της ευθείας γραμμής». (σελ. 31)
Οι ίδιοι στίχοι έχουν βέβαια και μια υφή ποιητολογικής κατάθεσης. Και πάντα, η παραστατικότητα, όποτε επιτυγχάνεται, οπλίζει τις εικόνες του με αισθητική ισχύ, με αισθητική ρώμη: «Πολική αρκούδα ο κίνδυνος. / Βρυχάται. / Καμιά προειδοποίηση για το πότε / θα σε κατασπαράξει». (σελ. 39)
Ο Στ. Θ. κοιτάζει πολύ μέσα του και ορθώς πράττει. Έχει όμως και μία οφειλή, ως ευαίσθητος δημιουργός, ως δέκτης κραδασμών του ανθρώπινου και ανθρωποποιητού περιβάλλοντος. Η οφειλή αυτή είναι να κοιτάξει περισσότερο και γύρω του. Ή έστω να μεταλαμπαδεύσει περισσότερο το μέσα του προς τα έξω.
Την ίδια ώρα έχει όλο το χρόνο μπροστά του να διαβάσει, να μελετήσει περισσότερο ποίηση, κλασική, μοντέρνα και μεταμοντέρνα, ρεαλιστική και υπερρεαλιστική, λυρική και επική. Τα εκφραστικά του μέσα, η αισθητική του υποδομή, μέσα από αυτό το διάβασμα, θα εμπλουτίζονται συνεχώς. Ομοίως, θα εδραιωθεί περαιτέρω ο κόσμος των συμβολισμών του, αλλά και οι θεματικές του στοχεύσεις.
Ολοκληρώνω αυτή την παρουσίαση με το τελευταίο ποίημα στη συλλογή, το «Επιστολή στον Κάφκα». Είναι μια συμπαθής απόπειρα ανάπτυξης διακειμενικού διαλόγου με τον σπουδαίο αυτό κλασικό συγγραφέα: «Μα αυτό που πιο πολύ απ’ όλα με φοβίζει / είναι να συνηθίσω πια να είμαι ένα σκαθάρι / Η απομόνωση να γίνει η οικογένειά μου. / Ό,τι με τρέφει να είναι σάπιο και μικρό». (σελ. 52)
Ο Στ. Θ. βρίσκεται σε καλό δρόμο. Και είναι πεποίθησή μου ότι δεν θα λοξοδρομήσει.
Με λυρισμό, φαντασία και τρυφερότητα
Η νέα ποιητική συλλογή του Σταύρου Θεμιστοκλέους, με τίτλο «Όρθιες στέκονται μόνο οι μαριονέτες», εκδόθηκε το 2025 και αποτελεί μια αξιοσημείωτη πρώτη προσπάθεια. Ο Θεμιστοκλέους παρουσιάζει μια ώριμη ποιητική φωνή, με λυρισμό, τρυφερότητα και έντονη εικαστική διάθεση. Τα ποιήματά του αντλούν έμπνευση από στιγμές της καθημερινότητας, προσωπικές και οικογενειακές, τις οποίες μεταπλάθει με αισθητική δεξιοτεχνία. Ένα από τα χαρακτηριστικά της ποίησης του Θεμιστοκλέους είναι η φαντασία και η ευρηματικότητά του. Σε ένα από τα ποιήματά του, δίνει φωνή σε ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο, προσωποποιώντας έτσι στοιχεία του αστικού τοπίου και αναδεικνύοντας την εσωτερική του ματιά. Παράλληλα, ο ποιητής εξερευνά την αντιφατικότητα του κόσμου, αναδεικνύοντας πώς τα άχρηστα μπορούν να γίνουν χρήσιμα και αντίστροφα, αναζητώντας πάντα μια αχτίδα φωτός ακόμη και στις πιο σκοτεινές γωνιές. Ο Θεμιστοκλέους δεν διστάζει να αντιμετωπίσει υπαρξιακά ερωτήματα και να εκφράσει τις αναζητήσεις του για το νόημα της ζωής. Η ποίησή του χαρακτηρίζεται από απλότητα και λιτότητα, αλλά και από μια βαθιά υποδομή σκέψης. Παράλληλα, ο ποιητής ελκύεται από τις αντιθέσεις και την πολυπλοκότητα των κοινωνικών και διαπροσωπικών σχέσεων, αναδεικνύοντας την αλήθεια και το ψέμα ως δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Συνολικά, η συλλογή του Σταύρου Θεμιστοκλέους αποτελεί μια ελπιδοφόρα πρώτη γνωριμία με έναν νέο ποιητή που διαθέτει πληθωρική φαντασία, ανατρεπτική διάθεση και ενδοσκοπική έφεση. Η ειλικρίνειά του και οι εξομολογητικές του προθέσεις προσδίδουν στην ποίησή του μια ιδιαίτερη αύρα, ενώ η διαυγής και στέρεη αρχιτεκτονική δόμηση των ποιημάτων του υποδηλώνει μια βαθιά καλλιτεχνική ωριμότητα.