Politis

Κομματική ενδυνάμωση ή αποδυνάμωση;

Published December 14, 2025, 09:25
Κομματική ενδυνάμωση ή αποδυνάμωση;

Ο πρόσφατος ανασχηματισμός δεν ήταν μια απλή τεχνική άσκηση κυβερνητικής αναδιοργάνωσης. Ήταν πολιτική πράξη με πολλαπλές αναγνώσεις, βαθύτερα κίνητρα και σοβαρές προεκτάσεις για τον κεντρώο χώρο, που εδώ και χρόνια αποτελεί το γήπεδο των κρίσιμων ισορροπιών στην κυπριακή πολιτική σκηνή. Η υπουργοποίηση υψηλόβαθμων κομματικών στελεχών του ΔΗΚΟ και της ΔΗΠΑ λειτούργησε ως επιταχυντής μιας συζήτησης που ήδη σιγόβραζε. Ενισχύονται τα δύο κόμματα από τη συμμετοχή κορυφαίων στελεχών τους στην κυβέρνηση ή, αντίθετα, αποδυναμώνονται στο πιο κρίσιμο προεκλογικό σημείο, δίνοντας στον αντίπαλο χώρο να διευρύνει την εκλογική του επιρροή; Η απάντηση δεν είναι εύκολη, γιατί η πολιτική πραγματικότητα είναι σύνθετη και συχνά αντιφατική, όμως οι πρώτες ενδείξεις δείχνουν ότι η υπουργοποίηση λειτουργεί περισσότερο ως δίκοπο μαχαίρι που προκαλεί εντάσεις, ανακατατάξεις και προκλήσεις στις δομές των κομμάτων.
Το πρώτο, εμφανές επίπεδο της συζήτησης αφορά τη δημόσια εικόνα. Η παρουσία στελεχών του ΔΗΚΟ και της ΔΗΠΑ στο Υπουργικό Συμβούλιο δημιουργεί εντύπωση κύρους και ισχύος. Οι υπουργοί είναι καθημερινά στα φώτα της δημοσιότητας, διαχειρίζονται κρίσιμα θέματα, βρίσκονται στο επίκεντρο της λήψης αποφάσεων και προβάλλουν ένα προφίλ θεσμικής σοβαρότητας που δύσκολα αποκτάται από την πλευρά της αντιπολίτευσης. Ωστόσο, αυτή η εικόνα, όσο ελκυστική κι αν φαίνεται, δεν μεταφράζεται αυτομάτως σε κομματικό όφελος. Το ΔΗΚΟ, ως κόμμα με ιστορικό βάθος και ισχυρές τοπικές οργανώσεις, γνωρίζει ότι η υπουργοποίηση είναι μόνο μία πλευρά της εξίσωσης. Η άλλη, πιο σκληρή πλευρά, είναι το κόστος που προκαλείται όταν βασικά στελέχη παύουν να λειτουργούν ως ενεργοί κομματικοί παίκτες και μετατρέπονται σε κυβερνητικούς παράγοντες, απομακρυσμένους από τις ανάγκες και τους παλμούς της βάσης.
Η μετατόπιση ενός προσώπου από τον κομματικό στον κυβερνητικό ρόλο δημιουργεί αναπόφευκτα κενό σε κομματικό οργανωτικό επίπεδο. Πρώτο, γιατί η καθημερινή επαφή με τα στελέχη, τους τοπικούς παράγοντες και τους ψηφοφόρους μειώνεται δραματικά. Δεύτερο, γιατί η προσωπική ατζέντα του κάθε υπουργού πλέον δεν καθορίζεται από τις ανάγκες του κόμματος, αλλά από τις απαιτήσεις του υπουργείου και τις προτεραιότητες της κυβέρνησης. Και τρίτο, γιατί η υπουργική θέση απαιτεί μια πιο ουδέτερη και ισορροπημένη δημόσια στάση, που συχνά απομακρύνει το πρόσωπο από την καθαρή κομματική γραμμή. Για το ΔΗΚΟ και ακόμη περισσότερο για τη ΔΗΠΑ, που διαθέτει πολύ περιορισμένη δεξαμενή στελεχών, αυτή η απομάκρυνση αποτελεί πραγματική δομική απώλεια.
Υπάρχει, βέβαια, και το επιχείρημα ότι τα δύο κόμματα αποκτούν μέσω της υπουργοποίησης αυξημένη επιρροή στον κυβερνητικό πυρήνα, ότι μπορούν να διαμορφώσουν πολιτικές και να προωθήσουν θέματα που αφορούν τον χώρο τους. Όμως αυτή η ανάγνωση παραγνωρίζει κάτι σημαντικό. Ότι η επιρροή που ασκεί ένα κόμμα μέσω ενός υπουργού δεν είναι πάντα γραμμική. Ο υπουργός, λόγω του θεσμικού του ρόλου, λειτουργεί με διαφορετικό κριτήριο από το κομματικό. Η πίεση του Προέδρου, οι απαιτήσεις του χαρτοφυλακίου και οι ευθύνες της διαχείρισης κρίσεων συχνά υπερβαίνουν τα κομματικά πλαίσια. Έτσι, το κόμμα δεν μπορεί να θεωρεί δεδομένο ότι ο υπουργός του θα προωθήσει αποκλειστικά και με συνέπεια τα δικά του ζητήματα. Αντίθετα, μπορεί να βρεθεί σε μια κατάσταση όπου το κομματικό στίγμα του στελέχους ξεθωριάζει και αντικαθίσταται από μια πιο τεχνοκρατική ή πιο προεδρική ταυτότητα.
Το φαινόμενο αυτό είναι ιδιαίτερα έντονο στη ΔΗΠΑ, που στη σύντομη πορεία της στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά σε λίγες προσωπικότητες. Η απώλεια ενός προσώπου στην κυβέρνηση δεν είναι απλώς αριθμητική μείωση. Είναι πλήγμα στην ίδια την ικανότητα του κόμματος να παρουσιάζει συνεκτικό αφήγημα, να κινητοποιεί τη βάση του και να διατηρεί την πολιτική του ορατότητα. Η ΔΗΠΑ δεν έχει ακόμη κατορθώσει να εδραιωθεί ως κόμμα μαζικό, με οργανωτική πυκνότητα και ισχυρή παρουσία σε όλες τις επαρχίες. Συνεπώς, κάθε μετακίνηση ενός υψηλόβαθμου στελέχους της προς την κυβέρνηση δημιουργεί δυσαναπλήρωτο κενό και απώλεια εν δυνάμει ψήφων στις επικείμενες βουλευτικές εκλογές.
Από την άλλη πλευρά, το ΔΗΚΟ, παρά τη μεγαλύτερη οργανωτική του ωριμότητα, δεν μένει ανεπηρέαστο. Η απομάκρυνση ενός βουλευτή ή ενός κορυφαίου αξιωματούχου από τον προεκλογικό αγώνα έχει σημαντικές συνέπειες. Οι προσωπικές σχέσεις που χτίζονται με τους ψηφοφόρους δεν μπορούν να διατηρηθούν με την ίδια ένταση όταν το πρόσωπο βρίσκεται σε υπουργικό θώκο και δίνει μάχη με τα προβλήματα της καθημερινότητας του κράτους. Σε εκλογικές περιφέρειες όπως η Λεμεσός, όπου η μάχη για τη δεύτερη έδρα είναι οριακή εδώ και χρόνια, ακόμη και μικρές μετατοπίσεις μπορούν να καθορίσουν το αποτέλεσμα.
Η πραγματική πρόκληση για τα δύο κόμματα δεν είναι μόνο η οργανωτική κάλυψη του κενού, αλλά και η πολιτική διαχείριση των εντυπώσεων. Η υπουργοποίηση μπορεί να παρουσιαστεί είτε ως δείγμα πολιτικής ωριμότητας και ικανότητας παραγωγής έργου, είτε ως στοιχείο που αποκαλύπτει εξάρτηση από τον εκάστοτε Πρόεδρο. Η αντιπολίτευση, και ιδιαίτερα τα κόμματα που στοχεύουν να προσελκύσουν απογοητευμένους κεντρώους ψηφοφόρους, θα επιχειρήσουν να παρουσιάσουν την υπουργοποίηση ως απόδειξη ότι το ΔΗΚΟ και η ΔΗΠΑ λειτουργούν πλέον περισσότερο ως κυβερνητικοί δορυφόροι παρά ως αυτόνομες πολιτικές δυνάμεις. Το κατά πόσο αυτή η ρητορική θα γίνει πειστική εξαρτάται από τη στάση των υπουργών. Αν δείξουν ότι παραμένουν κομματικά παρόντες, το αφήγημα θα εξουδετερωθεί. Αν όμως «εξαφανιστούν» πίσω από το θεσμικό τους ρόλο, τότε η αφήγηση θα φουντώσει.
Υπάρχει, όμως, και μια πιο βαθιά διάσταση, που δεν έχει ακόμη συζητηθεί επαρκώς. Η υπουργοποίηση συνιστά ταυτόχρονα πολιτική δοκιμασία για τα ίδια τα κόμματα. Μπορούν να επιβιώσουν και να εκφράσουν το εκλογικό τους σώμα χωρίς τη διαρκή παρουσία των πιο αναγνωρίσιμων στελεχών τους; Μπορούν να αναδείξουν νέα πρόσωπα που να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων; Μπορούν να επανεφεύρουν τις δομές τους ώστε να λειτουργούν ανεξάρτητα από τα πρόσωπα που βρίσκονται στην κυβέρνηση; Αν δεν μπορούν να το κάνουν, τότε η κυβερνητική συμμετοχή, αντί να αποτελεί πλεονέκτημα, λειτουργεί ως δομική αποδυνάμωση.
Συμπερασματικά, το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητα των κομμάτων να διαχειριστούν αυτή τη λεπτή ισορροπία. Αν το ΔΗΚΟ και η ΔΗΠΑ εμφανιστούν ως ενισχυμένοι από την κυβερνητική παρουσία τους, με καθαρό αφήγημα, ορατό έργο και επαφή με τη βάση, τότε η υπουργοποίηση μπορεί να αποδειχθεί στρατηγικό όφελος. Αν όμως οι ψηφοφόροι τους αισθανθούν ότι το κόμμα τους «άδειασε» προς όφελος της κυβέρνησης, τότε οι κάλπες του Μαΐου θα είναι ιδιαίτερα δύσκολες. Στον πυρήνα της δημόσιας συζήτησης βρίσκεται τελικά ένα κρίσιμο ερώτημα. Αν τα κόμματα υπηρετούν την κυβέρνηση ή αν η κυβέρνηση αξιοποιεί τα κόμματα. Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα θα καθορίσει όχι μόνο την εκλογική τύχη του ΔΗΚΟ και της ΔΗΠΑ, αλλά και την πολιτική ισορροπία του κεντρώου χώρου για τα επόμενα χρόνια.
*Καθηγητής-ανθρωπολόγος, πρώην πρύτανης