Επιμέλεια:
Μιχάλης Μιχαήλ
Μέρος 1ο
Η επιστροφή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’ στην Κύπρο στις 7 Δεκεμβρίου 1974 αποτελεί κομβικό γεγονός της σύγχρονης κυπριακής ιστορίας. Συντελέστηκε λίγους μόλις μήνες μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 και την τουρκική εισβολή που ακολούθησε, σε ένα περιβάλλον πολιτικής αστάθειας, βαθύτατου κοινωνικού τραύματος και αβεβαιότητας για το μέλλον του τόπου.
Η Κύπρος βρισκόταν πλέον υπό συνεχή τουρκική απειλή, μετά την κατάληψη περίπου του 37% του εδάφους της τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1974. Οι Ελληνοκύπριοι πρόσφυγες είχαν κατακλύσει τις ελεύθερες περιοχές, ζώντας σε σκηνές, σχολεία, αποθήκες και προσωρινούς καταυλισμούς, ενώ οι Τουρκοκύπριοι είχαν μετακινηθεί κυρίως προς τις κατεχόμενες περιοχές. Το νησί έμοιαζε με ένα απέραντο αντίσκηνο· μανάδες και σύζυγοι θρηνούσαν τους νεκρούς τους και αναζητούσαν απεγνωσμένα τους αγνοούμενους. Η αίσθηση της εθνικής ταπείνωσης, αλλά και της προδοσίας, ήταν διάχυτη στην κοινωνία.
Την ίδια ώρα, η έντονη, ένοπλη παρουσία της ΕΟΚΑ Β’ και οι ισχυρές της εστίες μέσα στην Εθνική Φρουρά και την κρατική μηχανή κρατούσαν ζωντανό το φόβο αναζωπύρωσης ενδοελληνικών συγκρούσεων.
Οι απειλές για πρόκληση ανωμαλίας σε περίπτωση επιστροφής του Μακαρίου δεν ήταν θεωρητικές· μεταφέρονταν με κάθε τρόπο τόσο στις πολιτικές ηγεσίες όσο και στις ξένες πρεσβείες.
Παράλληλα, η ανάγκη ανασυγκρότησης του κράτους, η διαχείριση των συνεπειών της εισβολής και η προσπάθεια επαναφοράς κάποιας μορφής συνταγματικής ομαλότητας δημιουργούσαν ένα ιδιαίτερα εύθραυστο πλαίσιο.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, πολλοί ανέμεναν ότι με την επιστροφή του στην Κύπρο ο Μακάριος θα προχωρούσε σε σκληρά μέτρα εναντίον όσων έβλαψαν τον τόπο με τη συμμετοχή τους στην ΕΟΚΑ Β’ και στο πραξικόπημα. Προσδοκούσαν εκκαθαρίσεις, μαζικές δίκες και παραδειγματικές τιμωρίες. Αντί αυτού, ο Μακάριος επέλεξε να υψώσει «κλάδο ελαίας» –μια πολιτική γραμμή συμφιλίωσης και αποφυγής εκδικητικών διώξεων.
Ο περιλάλητος αυτός κλάδος ελαίας αναθεματίζεται από πολλούς μέχρι σήμερα, πέντε δεκαετίες σχεδόν μετά τα γεγονότα. Είναι ευρέως διαδεδομένη η αντίληψη ότι «κανένας δεν τιμωρήθηκε» για το έγκλημα του Ιούλη του 1974, ότι οι ένοχοι έμειναν ατιμώρητοι και μάλιστα αποθρασύνθηκαν. Μέσα σε αυτό το κλίμα, πολλοί ταυτίζουν –λανθασμένα– την πολιτική του κλάδου ελαίας με μια γενικευμένη αμνηστία ή με απόλυτη ατιμωρησία.
Διίστανται οι απόψεις για τον κλάδο ελαίας
Οι απόψεις γύρω από την ορθότητα ή το λανθασμένο της απόφασης και της εξαγγελίας του Μακαρίου διίστανται έντονα. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η στάση του ήταν ρεαλιστική, υπεύθυνη και αναγκαία για να αποφευχθεί ένας νέος κύκλος βίας και ενδοελληνικού εμφυλίου. Άλλοι υποστηρίζουν το ακριβώς αντίθετο, θεωρώντας ότι ο κλάδος ελαίας εμπόδισε την απονομή δικαιοσύνης και άφησε βαθιές πληγές ανοιχτές στην κυπριακή κοινωνία.
Η θέση που παίρνει κανείς πάνω σε αυτό το ζήτημα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το σημείο εκκίνησης:
– αν δίνει προτεραιότητα στην ανάγκη για δικαιοσύνη και τιμωρία των ενόχων ή
– αν θεωρεί υπέρτατη ανάγκη την αποτροπή νέας αιματοχυσίας και την αποκατάσταση μιας ελάχιστης ενότητας στην ελληνοκυπριακή κοινότητα.
Η γενική εντύπωση που επικρατεί μέχρι σήμερα είναι ότι, συνεπεία του κλάδου ελαίας, δεν τιμωρήθηκε κανένας από τους υπαίτιους της τραγωδίας του 1974, με εξαίρεση –όπως νομίζουν πολλοί– μόνο τον Νίκο Σαμψών. Κάποιοι πιο… «προχωρημένοι» ισχυρίζονται ότι ο Μακάριος έδωσε τον κλάδο ελαίας επειδή ήταν κι ο ίδιος ανάμεσα στους ενόχους. Άλλοι, ακόμη πιο «προχωρημένοι», φτάνουν στο σημείο να υποστηρίζουν ότι το πραξικόπημα το έκανε ο ίδιος ο… Μακάριος! Είναι αλήθεια πως αυτές οι παραφιλολογίες τράφηκαν από το γεγονός ότι τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα δεν είδαμε μαζικές δίκες και εκτεταμένες καταδίκες των εμπλεκομένων, όπως συνέβη σε άλλες χώρες ύστερα από μεγάλες προδοσίες ή εθνικές καταστροφές.
Η σύγκριση με μεταπολεμικά παραδείγματα -π.χ. δίκες δωσίλογων σε άλλες χώρες– χρησιμοποιείται συχνά για να υπογραμμίσει την «ατιμωρησία» στην κυπριακή περίπτωση. Το μεγάλο λάθος, ωστόσο, που γίνεται συχνά είναι ότι πολλοί βλέπουν μόνο το αποτέλεσμα –και έχουν δίκαιο, από τη δική τους σκοπιά, να διαμαρτύρονται βλέποντας τα τελευταία χρόνια την αποθράσυνση αρκετών εκ των εμπλεκόμενων– αλλά κρίνουν συναισθηματικά, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τις συνθήκες μέσα στις οποίες έγινε η εξαγγελία, καθώς και τους πραγματικούς συσχετισμούς δύναμης της εποχής.
Παραγνωρίζεται επίσης το γεγονός ότι έγιναν δίκες, υπήρξαν καταδίκες κάποιων βασικών πρωταιτίων, ενώ άλλοι αθωώθηκαν λόγω έλλειψης επαρκών μαρτυριών ή στοιχείων. Το ερώτημα, βέβαια, παραμένει: ήταν αυτό αρκετό για μια κοινωνία που βίωνε τη μεγαλύτερη τραγωδία της σύγχρονης ιστορίας της;
Ούτε δικαιολόγηση ούτε δαιμονοποίηση
Το παρόν σημείωμα, όπως και τα επόμενα που θα ακολουθήσουν, στοχεύουν στο να δώσουν όσο το δυνατόν περισσότερη και πιο τεκμηριωμένη πληροφόρηση για το θέμα, χωρίς να επιχειρείται ούτε η δικαιολόγηση ούτε η δαιμονοποίηση της στάσης του Μακαρίου ή άλλων πρωταγωνιστών. Στα κείμενά μας, που θα ακολουθήσουν, θα εξετάσουμε το ιστορικό πλαίσιο της επιστροφής του Μακαρίου, τις συνθήκες που επικρατούσαν στην Κύπρο, την ισχύ και δράση της ΕΟΚΑ Β’, τους κινδύνους αναζωπύρωσης των συγκρούσεων, καθώς και τη λειτουργία και σημασία του κλάδου ελαίας στην πράξη.
Ιούλιος 1974: Ο Κληρίδης αναλαμβάνει την εξουσία
Για να μπει κανείς στο κλίμα της εποχής, πρέπει να επιστρέψει στον Ιούλιο του 1974.
Μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου και την πραξικοπηματική ανάληψη της εξουσίας από τον Νίκο Σαμψών, ακολούθησε η πρώτη φάση της τουρκικής εισβολής στις 20 Ιουλίου.
Το καθεστώς Σαμψών, στενά συνδεδεμένο με την ΕΟΚΑ Β’ και τους πραξικοπηματίες αξιωματικούς από την Ελλάδα, αποδείχτηκε αδύναμο να διαχειριστεί την εισβολή και πολύ γρήγορα κατέρρευσε.
Στις 24 Ιουλίου 1974 σημειώθηκε αλλαγή εξουσίας στην Κύπρο, όταν ο πραξικοπηματίας «πρόεδρος» Νικόλαος Σαμψών παραιτήθηκε και παρέδωσε την εξουσία στον Πρόεδρο της Βουλής, Γλαύκο Κληρίδη. Η εξέλιξη αυτή φαινομενικά αποκαθιστούσε, έστω και μερικώς, τη συνταγματική τάξη που είχε ανατραπεί από το πραξικόπημα. Στην πραγματικότητα, όμως, τα πράγματα ήταν πολύ πιο σύνθετα.
Ο Κληρίδης και οι παραβιάσεις του Συντάγματος
Παρά τα ελαφρυντικά που μπορεί να αποδώσει κανείς στον Γλαύκο Κληρίδη για τον τρόπο ανάληψης της εξουσίας –ότι δηλαδή βρισκόταν υπό πίεση από τους πραξικοπηματίες, με την τουρκική εισβολή σε εξέλιξη και την κοινωνία σε κατάσταση σοκ– δεν μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι ορκίστηκε ως Πρόεδρος ενώπιον του πραξικοπηματία Αρχιεπισκόπου Γεννάδιου.
Αυτό παραβίαζε το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, το οποίο προβλέπει ότι ο Πρόεδρος, τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου και οι βουλευτές δεν ορκίζονται ενώπιον του Αρχιεπισκόπου, αλλά δίνουν πολιτική διαβεβαίωση για την τήρηση του Συντάγματος και των νόμων. Ο θρησκευτικός όρκος αποτελεί τυπικό του ελληνικού κράτους, όχι όμως και της Κυπριακής Δημοκρατίας1.
Παράλληλα, ο Κληρίδης διατήρησε στο κυβερνητικό σχήμα πρόσωπα που είχαν διατελέσει υπουργοί κατά την περίοδο του πραξικοπήματος. Η επιλογή αυτή προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και οδήγησε σε κατηγορίες περί «μεταπραξικοπηματικής» διακυβέρνησης, ιδιαίτερα από την ΕΔΕΚ και τον Βάσο Λυσσαρίδη, οι οποίοι υποστήριζαν ότι δεν υπήρξε ουσιαστική ρήξη με το πραξικοπηματικό καθεστώς και τις δομές του.
Η διαφορά από τη χούντα των Αθηνών ήταν ότι στην Κύπρο η εναλλαγή της εξουσίας από την πραξικοπηματική κυβέρνηση Σαμψών έγινε την τέταρτη μέρα της τουρκικής εισβολής, ενώ στην Ελλάδα η εναλλαγή από το καθαρά στρατιωτικό καθεστώς στη «μεταπολιτευτική» κυβέρνηση Καραμανλή έγινε την πέμπτη μέρα.
Ωστόσο, και στις δύο περιπτώσεις, ο βασικός κορμός του κρατικού μηχανισμού παρέμεινε σχεδόν ανέπαφος.
Πανομοιότυπη αλλαγή εξουσίας
Ανάλογες εξελίξεις σημειώθηκαν, όπως προαναφέρθηκε, και στην Ελλάδα.
Μετά την κατάρρευση της χούντας, ακολούθησε η λεγόμενη Μεταπολίτευση.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επέστρεψε από το Παρίσι, όπου βρισκόταν αυτοεξόριστος, και ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας χωρίς προηγούμενες εκλογές.
Στο πρώτο του κυβερνητικό σχήμα, ωστόσο, διατηρήθηκαν σε καίριες θέσεις πρόσωπα που είχαν υπηρετήσει το χουντικό καθεστώς, τόσο στο Υπουργικό Συμβούλιο όσο και στην ανώτατη στρατιωτική διοίκηση. Αυτό προκάλεσε αντιδράσεις, αλλά θεωρήθηκε –από τους υπερασπιστές αυτής της επιλογής– αναγκαίο για λόγους πολιτικής σταθερότητας. Κάτι ανάλογο, σε μικρότερη κλίμακα, από την προηγούμενη μέρα ίσχυσε και στην Κύπρο.
Παρότι διαλύθηκε η οκταήμερη πραξικοπηματική «κυβέρνηση» Σαμψών, η ΕΟΚΑ Β’ και το πολιτικοστρατιωτικό καθεστώς που τη στήριζε παρέμειναν ενεργά και επιδραστικά.
Ο έλεγχος πάνω σε τμήματα της Εθνικής Φρουράς, η παρουσία οπλισμένων ομάδων και οι στενές σχέσεις με κύκλους στην Ελλάδα κρατούσαν ζωντανή την απειλή μιας νέας εκτροπής. Αντίστοιχα, στην Ελλάδα, αν και απομακρύνθηκε η στρατιωτική κυβέρνηση, η χούντα ως μηχανισμός εξουσίας –οι άνθρωποι, οι σχέσεις, τα δίκτυα– δεν διαλύθηκε από τη μια μέρα στην άλλη. Πολλοί από τους «υπηρέτες» του καθεστώτος διατήρησαν θέσεις και ρόλους στο κράτος και στο στρατό. Με άλλα λόγια, ούτε η ΕΟΚΑ Β’ αποσύρθηκε πραγματικά από το πολιτικό προσκήνιο της Κύπρου, ούτε στην Ελλάδα υπήρξε πλήρης και άμεση αποχουντοποίηση.
1Η Κυπριακή Δημοκρατία, παρότι είχε ως Πρόεδρο ένα αρχιεπίσκοπο, συνταγματικά είναι κράτος ανεξίθρησκο.
Ιστορικές Διαδρομές: Η επιστροφή του Μακαρίου και ο κλάδος ελαίας – Επιστροφή υπό τις απειλές της ΕΟΚΑ Β’ για πρόκληση ανωμαλίας
Η επιστροφή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ' στην Κύπρο τον Δεκέμβριο του 1974, λίγους μήνες μετά το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή, σηματοδότησε μια κρίσιμη στιγμή για το νησί. Η Κύπρος βρισκόταν σε κατάσταση βαθιάς πολιτικής και κοινωνικής κρίσης, με σημαντικό μέρος της επικράτειας υπό τουρκική κατοχή και χιλιάδες Ελληνοκύπριους πρόσφυγες. Παράλληλα, η παρουσία της ΕΟΚΑ Β' ενέτεινε τον φόβο νέων συγκρούσεων. Πολλοί ανέμεναν σκληρά μέτρα από τον Μακάριο εναντίον των υπευθύνων για τα δεινά της Κύπρου, αλλά εκείνος επέλεξε μια πολιτική συμφιλίωσης, υψώνοντας έναν "κλάδο ελαίας". Η απόφαση αυτή, αν και είχε ως στόχο την αποφυγή περαιτέρω αιματοχυσίας και την ανασυγκρότηση του κράτους, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. Πολλοί θεωρούν ότι η έλλειψη τιμωρίας για τους δράστες του πραξικοπήματος και της εισβολής οδήγησε σε ατιμωρησία και αποθράσυνση. Η αντίληψη ότι "κανένας δεν τιμωρήθηκε" είναι διαδεδομένη στην κυπριακή κοινωνία, δημιουργώντας ένα αίσθημα αδικίας και βαθιάς πληγής. Οι απόψεις σχετικά με την ορθότητα της πολιτικής του "κλάδου ελαίας" παραμένουν διχασμένες. Υποστηρικτές της τονίζουν ότι ήταν μια ρεαλιστική και υπεύθυνη επιλογή, απαραίτητη για την αποτροπή ενός νέου εμφυλίου πολέμου. Αντίθετα, οι επικριτές της θεωρούν ότι εμπόδισε την απονομή δικαιοσύνης και άφησε ανοιχτές παλιές πληγές, εμποδίζοντας την πλήρη επούλωση της κοινωνίας. Η θέση που υιοθετεί κανείς σε αυτό το ζήτημα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις προσωπικές του προτεραιότητες: είτε από την ανάγκη για δικαιοσύνη και τιμωρία των ενόχων, είτε από την επιδίωξη της ειρήνης και της συμφιλίωσης, ακόμη και με το κόστος της ατιμωρησίας. Η συζήτηση γύρω από τον "κλάδο ελαίας" παραμένει επίκαιρη και αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι της ιστορικής μνήμης της Κύπρου.
You Might Also Like
Πολυτεχνείο 1973: Η εξέγερση που τσάκισε τη βιτρίνα της χούντας
Nov 17
Η ιστορία της κυπριακής Ναυτιλίας: Από το παρελθόν στο μέλλον
Nov 17
Υποκλοπές: Δικαστήρια στην Ελλάδα, ανάμνηση στην Κύπρο
Nov 20
Πόσο αποτελεσματικές είναι οι αναρτήσεις των Κύπριων πολιτικών - Ο παράγοντας Φειδίας
Nov 30
Το Σχίσμα και η βαριά ιστορία δεν θα γεφυρωθούν με κοινό εορτασμό του Πάσχα
Dec 1