Dialogos

Η τουρκοκυπριακή κάλπη στέλνει μήνυμα διαλόγου

Published October 26, 2025
Η τουρκοκυπριακή κάλπη στέλνει μήνυμα διαλόγου

Του ειδικού μας συνεργάτη, Δημήτρη Αυγελή
Ο Αχμέτ Σοζέν, καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Eastern Mediterranean University και γνώστης εκ των έσω των προσπαθειών επίλυσης του Κυπριακού, μίλησε στη «Χαραυγή» για το αποτέλεσμα των εκλογών για την ανάδειξη του ηγέτη των Τουρκοκυπρίων και, όπως λέει, δεν ήταν απλώς μια πολιτική εναλλαγή· ήταν ένα ξεκάθαρο μήνυμα προς τρεις κατευθύνσεις: προς την Άγκυρα, προς τη Λευκωσία και προς τη διεθνή κοινότητα.
«Οι Τουρκοκύπριοι μπορεί να είναι μια μικρή κοινότητα, αλλά παίρνουν τις εκλογές τους στα σοβαρά», εξηγεί. «Κάθε πέντε χρόνια στέλνουν ένα μήνυμα». Από το 2000, «το εκκρεμές κινείται σταθερά ανάμεσα στη δεξιά και την αριστερά -από τον Ντενκτάς στον Ταλάτ, από τον Έρογλου στον Ακιντζί, από τον Τατάρ τώρα στον Ερχουρμάν». Κάθε φορά που αποτυγχάνει μια προσπάθεια λύσης, η κοινότητα αλλάζει στρατόπεδο. «Είναι ο τρόπος των Τουρκοκυπρίων να δίνουν ξανά μια ευκαιρία στην ειρήνη».
Το φετινό αποτέλεσμα, σημειώνει, ήταν μια σαφής απόρριψη του status quo και της γραμμής των δύο κρατών που προωθούσε ο Ερσίν Τατάρ. «Δεν υπήρξε κανένας διάλογος, καμία πρόοδος, τίποτα χειροπιαστό», λέει. «Ακόμα και στα πιο απλά ζητήματα, όπως η εκπαίδευση ή το περιβάλλον, δεν έγινε τίποτα. Οι άνθρωποι κουράστηκαν από μια πολιτική που δεν παράγει κανένα αποτέλεσμα».
Κατά τη γνώμη του, το αποτέλεσμα της κάλπης ήταν «ένα δημοψήφισμα για την κατεύθυνση της κοινότητας». Και το μήνυμα ήταν καθαρό: «Όχι στη διαρκή εξάρτηση, όχι στην επιβολή από την Άγκυρα, ναι σε μια νέα φωνή που ζητά αλλαγή και διάλογο».
Η ελπίδα βρίσκεται πλέον στις περιφερειακές εξελίξεις…
Παρά τον θετικό άνεμο αλλαγής, υποστηρίζει πως η ελπίδα για λύση δεν εξαρτάται μόνο από τη βούληση των Τουρκοκυπρίων. «Όσο ο Νίκος Χριστοδουλίδης επιμένει να υπερηφανεύεται ότι εμπόδισε μια συμφωνία στο Κραν Μοντανά, δεν μπορούμε να περιμένουμε σοβαρές διαπραγματεύσεις», αναφέρει. «Ακόμα και με τον Ερχιουρμάν, που είναι μετριοπαθής και διαλλακτικός, δεν αρκεί. Οι εσωτερικές δυναμικές δεν φτάνουν· η ελπίδα βρίσκεται πλέον στις περιφερειακές εξελίξεις».
Ο Σοζέν βλέπει την Κύπρο «σαν μεζέ στο μεγάλο γεωπολιτικό τραπέζι της Ανατολικής Μεσογείου». Μιλά για μια «τεκτονική μετατόπιση», όπου η Ευρώπη αναζητά νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας, η Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν προσπαθεί να ξαναμπεί στο παιχνίδι, αξιοποιώντας το ευρωπαϊκό πρόγραμμα SAFE για την άμυνα και την ασφάλεια, και οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να αλλάξουν τις ισορροπίες στην περιοχή. «Μόνο μέσα από έναν ευρύτερο περιφερειακό διάλογο –με συμμετοχή Τουρκίας, Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ– μπορεί να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον για επανέναρξη των συνομιλιών», υποστηρίζει.
Ως κάποιος που έχει συμμετάσχει τόσο σε ανεπίσημες επαφές όσο και σε επίσημες διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό –ως μέλος της ομάδας «Διακυβέρνησης και Κατανομής Εξουσιών» μαζί με τον Τουφάν Ερχιουρμάν– ο Σοζέν γνωρίζει πόσο περίπλοκη και εύθραυστη είναι η διαδικασία των συνομιλιών. Και παρόλο που αναγνωρίζει ότι σήμερα η «πολιτική βούληση είναι περιορισμένη», επιμένει πως η ελπίδα δεν έχει χαθεί.
Η συζήτηση πηγαίνει στην καθημερινή πραγματικότητα, στη «διπλή κανονικότητα» των δύο πλευρών του νησιού. Ο Σοζέν υποστηρίζει ότι η συντριπτική πλειοψηφία στην Κύπρο έχει χτίσει τη δική της ζώνη άνεσης και ειδικότερα η νεολαία δεν αισθάνεται πια την ανάγκη να λυθεί το Κυπριακό, γιατί η ζωή συνεχίζεται κανονικά.
Όπως εξηγεί, η σύγκρουση στην Κύπρο δεν έχει φτάσει ακόμη σε αυτό που ο Αμερικανός θεωρητικός των διεθνών συγκρούσεων William Zartman αποκαλεί mutually hurting stalemate, το στάδιο δηλαδή όπου το αδιέξοδο «πονά» και τις δύο πλευρές αρκετά ώστε να ωθήσει προς λύση. «Δεν είμαστε εκεί», σημειώνει. «Και ίσως, με έναν παράδοξο τρόπο, αυτή η “άνεση” είναι ό,τι κρατά το πρόβλημα άλυτο». Παρά τα εμπόδια, παραμένει αισιόδοξος. Συνεχίζει να πιστεύει ότι η ειρήνη είναι δυνατή, αν ξεκινήσει, έστω, από έναν άνθρωπο, από μια κοινότητα. Γιατί, όπως λέει, «χωρίς ελπίδα, πώς να ζήσεις;»
Ανάμεσα στην αντίσταση και την εξάρτηση
H Σινέμ Αρσλάν, ερευνήτρια στα Πανεπιστήμια Μίντλσεξ και Γιορκ στην Αγγλία, μίλησε στη «Χαραυγή» για την εκλογική ανατροπή στην τουρκοκυπριακή κοινότητα και τη βαθύτερη δυσαρέσκεια που, όπως λέει, «αυξανόταν συνεχώς τα τελευταία χρόνια». Για την ερευνήτρια, το αποτέλεσμα της κάλπης ήταν μια κοινωνική απάντηση σε μια αίσθηση ασφυξίας.
«Τα τελευταία πέντε χρόνια, αυτό που βλέπουμε είναι μια ολοένα και πιο θεσμοθετημένη παρέμβαση της Άγκυρας στην πολιτική και κοινωνική ζωή των Τουρκοκυπρίων», εξηγεί. Η ίδια έχει ερευνήσει εκτενώς το ζήτημα στο πλαίσιο μελέτης που πραγματοποιήθηκε με τη στήριξη του Νορβηγικού Ερευνητικού Συμβουλίου. Μαζί με την ερευνητική της ομάδα προχώρησαν σε εκτεταμένες διά ζώσης συνεντεύξεις και έρευνες στην τουρκοκυπριακή κοινότητα.
«Πολλοί συμμετέχοντες στις έρευνες μάς είπαν ότι υπάρχει μια “σκιώδης κυβέρνηση” μέσα στην τουρκική πρεσβεία, με άτυπους εκπροσώπους για κάθε υπουργείο», σημειώνει. Αυτή η αντίληψη δείχνει πόσο βαθιά έχει ριζώσει η αίσθηση απώλειας αυτονομίας μέσα στην τουρκοκυπριακή κοινότητα. «Η τουρκική επιρροή έχει πλέον αποκτήσει θεσμοθετημένη μορφή», αναφέρει.
Στις έρευνες πεδίου που πραγματοποίησε η ίδια, τα ποσοστά είναι αποκαλυπτικά. Το 84% των Τουρκοκυπρίων δηλώνει αντίθετο με την πολιτική παρέμβαση της Τουρκίας, ενώ σχεδόν οκτώ στους δέκα αντιτίθενται στη μετανάστευση από την Τουρκία -που πολλοί Τουρκοκύπριοι θεωρούν μορφή δημογραφικού εποικισμού, αλλά και στην εντεινόμενη οικονομική εξάρτηση που έχει επιβάλει η Άγκυρα μέσα από τα λεγόμενα οικονομικά πρωτόκολλα.
«Αυτά τα πρωτόκολλα έχουν μετατραπεί σε μηχανισμό ελέγχου της πολιτικής και κοινωνικής ζωής», τονίζει. «Περιλαμβάνουν διατάξεις που προωθούν την ανέγερση τζαμιών και τη δημιουργία θρησκευτικών σχολείων, επιχειρώντας να αλλοιώσουν τον κοσμικό χαρακτήρα μιας κοινωνίας που παραδοσιακά είναι εξαιρετικά κοσμική».
Η Αρσλάν μιλά για μια «ισλαμοποίηση μέσω θεσμών». «Προγράμματα που παρουσιάζονται ως πολιτιστικά, στην πραγματικότητα λειτουργούν ως εργαλεία αλλαγής ταυτότητας των Τουρκοκυπρίων», λέει χαρακτηριστικά.
Η ίδια, πάντως, δεν θεωρεί ότι το εκλογικό αποτέλεσμα ήταν απάντηση στην επιμονή στη λύση δύο κρατών του Ερσίν Τατάρ. «Ήταν, κυρίως, μια αντίδραση στην ανοιχτή τουρκική επέμβαση στην πολιτική ζωή των Τουρκοκυπρίων», εξηγεί. Αυτή η μακροχρόνια πίεση, σύμφωνα με την ίδια, προκάλεσε την έκρηξη δυσαρέσκειας που φάνηκε στην κάλπη.
«Οι εκλογές δεν ήταν ένα δημοψήφισμα υπέρ ή κατά της ομοσπονδίας», υπογραμμίζει. «Ήταν η απάντηση των Τουρκοκυπρίων στην πολιτική της Λαϊκής Συμμαχίας Ερντογάν– Μπαχτσελί».
Και αυτή η απάντηση δεν ήρθε μόνο από την τουρκοκυπριακή Αριστερά. «Ακόμα και ψηφοφόροι που στο παρελθόν στήριζαν το Κόμμα Εθνικής Ενότητας ή άλλους δεξιούς σχηματισμούς, ψήφισαν αυτή τη φορά υπέρ του Ερχιουρμάν», σημειώνει.
Παρόλα αυτά, η ίδια προειδοποιεί πως ο νέος ηγέτης δεν πρόκειται να επιδιώξει ρήξη με την Τουρκία. «Ο Ερχιουρμάν δεν είναι συγκρουσιακός ηγέτης», λέει. «Δεν θα πολεμήσει το AKP (Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης), αλλά θα επιχειρήσει διάλογο. Δεν θα πει “ναι” σε κάθε απαίτηση της Άγκυρας».
Συγχρόνως, κοιτάζοντας πέρα από την Κύπρο, βλέπει σημάδια αλλαγής και στην ίδια την Τουρκία. «Το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα, με τη νέα ηγεσία του Οζγκιούρ Οζέλ, έχει αρχίσει να ανοίγει διαύλους επικοινωνίας με όλα τα κόμματα στην Κύπρο», εξηγεί. «Κάτι που δεν συνέβαινε επί εποχής Κιλιτσντάρογλου (πρώην ηγέτης της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην Τουρκία)».
Συνομιλίες με σαφές χρονοδιάγραμμα και συγκεκριμένους στόχους
Για το ενδεχόμενο επανέναρξης των διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό, κρατά συγκρατημένη αισιοδοξία. «Αν οι συνομιλίες ξεκινήσουν ξανά, θα πρέπει να έχουν σαφές χρονοδιάγραμμα και συγκεκριμένους στόχους», λέει. «Αλλιώς, η τουρκοκυπριακή κοινότητα δεν θα δεχτεί να ξαναβρεθεί στο ίδιο αδιέξοδο».
Η ερευνήτρια εξηγεί, ωστόσο, ότι η αίσθηση ανασφάλειας στους Τουρκοκύπριους δεν οφείλεται μόνο στην τουρκική πολιτική, αλλά συνδέεται και με την ενεργή εξωτερική πολιτική της Κυπριακής Δημοκρατίας. «Η ελληνοκυπριακή πλευρά έχει αναπτύξει πολύ στενές σχέσεις με το Ισραήλ και τις Ηνωμένες Πολιτείες, με συμφωνίες για ενέργεια και εξοπλισμούς», σημειώνει. «Αυτό έχει δημιουργήσει φόβους στην τουρκοκυπριακή κοινωνία. Πολλοί μας είπαν “μήπως θα γίνουμε η επόμενη Παλαιστίνη;”»