Η καταδίκη Αϊκούτ είναι προειδοποίηση και αφετηρία
Του Πατριάρχη
Η πενταετής ποινή φυλάκισης στον Σιμόν Μιστριέλ Αϊκούτ για σφετερισμό ελληνοκυπριακών περιουσιών στα κατεχόμενα, δεν είναι μία ακόμη είδηση που τις πολλές που περνούν καθημερινώς απαρατήρητες. Είναι τομή. Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας επέβαλε τη ποινή αφού ο Τουρκοισραηλινός κατηγορούμενος απέτυχε να βγει από τις Φυλακές, χρησιμοποιώντας κάθε διαθέσιμο μέσο και ξοδεύοντας χρήματα ακόμα και για δυσφημιστικές εκστρατείες κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας στο εξωτερικό.
Το ότι η παραδοχή της ενοχής του, ακολούθησε μόνο λίγα εικοσιτετράωρα, από την συντριπτική ήττα του Ερσίν Τατάρ δεν μπορεί να θεωρείται τυχαία. Το πάθος και η επιμονή με την οποία ο Τατάρ υπερασπιζόταν τους σφετεριστές και τον σφετερισμό καταδεικνύει και το ποιος ήταν ο εγκέφαλος και ο ιθύνων νους του πλιάτσικου στο ψευδοκράτος. Ο Αϊκούτ, διαπιστώνοντας πως έχασε ένα σημαντικό στήριγμα, προχώρησε σε παραδοχή, αντιλαμβανόμενος πως δεν είχε ελπίδα να ξεφύγει από την δικαστική λογοδοσία, σε ένα πραγματικό κράτος.
Παραδέχθηκε ενοχή σε σαράντα κατηγορίες, γεγονός που ενισχύει το βάρος της απόφασης και στέλνει καθαρό μήνυμα προς κάθε κατεύθυνση.
Η παραδοχή δεν είναι λεπτομέρεια. Είναι ομολογία ευθύνης για παράνομες συναλλαγές πάνω σε γη Ελληνοκύπριων προσφύγων. Το ζήτημα δεν ήταν να μείνει και άλλο στη φυλακή ο Αϊκούτ, αλλά να καταδειχθεί η παρανομία και μάλιστα με δική του παραδοχή. Υπό αυτή την έννοια, η Νόμος λειτούργησε όπως θα έπρεπε.
Το μήνυμα προς το κατοχικό καθεστώς είναι σαφές. Η οικειοποίηση περιουσιών δεν είναι αόριστη πολιτική διαφορά αλλά ποινικό αδίκημα με ονοματεπώνυμο και συνέπειες. Το ίδιο μήνυμα απευθύνεται σε κάθε «επενδυτή» που φαντασιώνεται γρήγορα κέρδη πάνω σε ξένη ιδιοκτησία. Η Κυπριακή Δημοκρατία, διαθέτει θεσμικά εργαλεία και βούληση να τα ενεργοποιήσει. Κι αν αυτή είναι η πρώτη απόφαση σε τέτοια κλίμακα, δεν θα είναι η τελευταία, εφόσον οι αρχές συνεχίσουν να εξετάζουν περιπτώσεις με τεκμηρίωση και διεθνή συνεργασία.
Δεν πρέπει όμως να μείνουμε μόνο στο συμβολικό μήνυμα. Η καταδίκη φωτίζει το οξύμωρο που ζούμε μισό αιώνα. Κάθε ημέρα ακινησίας στο πολιτικό πεδίο γεννά νέα τετελεσμένα, νέους πειρασμούς για κερδοσκοπία, νέες πληγές στη σχέση των δύο κοινοτήτων. Η υπόθεση Αϊκούτ αποδεικνύει ότι το κράτος μπορεί να προστατεύσει δικαιώματα, δεν μπορεί όμως να υποκαταστήσει την πολιτική λύση. Το δικαστήριο τιμωρεί τον εγκληματία, η λύση θεραπεύει την αιτία.
Η δίκη είχε και έναν παιδευτικό χαρακτήρα. Έδειξε πως όταν οι θεσμοί λειτουργούν με επαγγελματισμό, η διεθνής κοινότητα προσέχει, οι αγορές αφουγκράζονται και οι «ευκαιρίες» στα κατεχόμενα παύουν να φαίνονται ακίνδυνη μπίζνα. Ο υποψήφιος αγοραστής ή μεσίτης που ξέρει πως μπορεί να βρεθεί πίσω από τα σίδερα, θα σκεφτεί δύο φορές πριν βάλει την υπογραφή του. Σε αυτό ακριβώς αποσκοπεί το κράτος δικαίου. Να καλλιεργεί πρόληψη, όχι μόνο να επιβάλλει τιμωρία.
Υπάρχει όμως και η άλλη όψη. Η διαρκής προσφυγή στη δικαστική οδό χωρίς πολιτική πρόοδο κινδυνεύει να γίνει ένας φαύλος κύκλος όπου μαζεύουμε αποφάσεις ενώ χάνουμε χρόνο. Η ευθύνη της ηγεσίας, ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής πλευράς, είναι να μετατρέψει το σημερινό ορόσημο σε μοχλό επανέναρξης μιας ουσιαστικής διαπραγμάτευσης που θα ρυθμίζει συνολικά το καθεστώς περιουσιών, ασφάλειας και διακυβέρνησης. Η κοινωνία έχει ανάγκη από ορατό οδικό χάρτη, όχι μόνο από μεμονωμένες νίκες στις αίθουσες των δικαστηρίων.
Η καταδίκη Αϊκούτ είναι προειδοποίηση προς τους επιτήδειους και στήριγμα για τους αδικημένους. Δεν είναι όμως το τέλος της διαδρομής. Είναι μια υπενθύμιση ότι ο χρόνος δεν είναι ουδέτερος. Αν δεν τον γεμίσουμε με πολιτική βούληση, θα τον γεμίσουν άλλοι με τετελεσμένα. Τώρα είναι η στιγμή να πούμε ότι η δικαιοσύνη έδειξε τον δρόμο και η πολιτική οφείλει να τον περπατήσει.