Φυλάκιση που επιβλήθηκε με δικαστική απόφαση η οποία δεν ανατράπηκε και δεν ακυρώθηκε, είναι νόμιμη, ακόμα και αν η δίκη κριθεί άδικη από το ΕΔΑΔ. Ως εκ τούτου ο παραπονούμενος αποζημιώνεται για την άδικη δίκη αλλά όχι για τα χρόνια που έμεινε στη φυλακή
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε έφεση και ανέφεση του Γενικού Εισαγγελέα και του Α. Π, επιβεβαιώνοντας την ορθότητας πρωτόδικης απόφασης για επιδίκαση ποσού €10.000 ως αποζημίωση για παραβίαση του δικαιώματός σε δίκαιη δίκη, αλλά ξεκαθαρίζοντας ότι ο Α. Π δεν μπορεί να αποζημιωθεί για τα περίπου 7,5 χρόνια που πέρασε στις Κεντρικές Φυλακές, όσο η καταδίκη του παραμένει σε ισχύ και δεν ακυρώθηκε με ένα δικαστική απόφαση. Τη τριμελή σύνθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποτελούσαν οι Δικαστές Χ. Μαλαχτός, Ι. Ιωαννίδης και Ε. Εφραίμ. Τον Α.Π εκπροσώπησε ο δικηγόρος Κωστής Ευσταθίου, ενώ τον Γενικό Εισαγγελέα η Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄ Ι. Δημητρίου.
Από την ανθρωποκτονία στην αποζημίωση
Ο Α.Π καταδικάστηκε το 2001 από το Κακουργιοδικείο Λεμεσού για ανθρωποκτονία και ληστεία. Του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 14 και 6 ετών αντίστοιχα. Η έφεση που άσκησε τότε κατά της καταδίκης του απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο και η απόφαση παρέμεινε ως είχε.
Στη συνέχεια προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΑΔ), το οποίο το 2008 διαπίστωσε ότι στην υπόθεσή του παραβιάστηκε το δικαίωμά του σε δίκαιη δίκη, κυρίως επειδή δεν είχε νομική αρωγή στα πρώτα στάδια της αστυνομικής ανάκρισης, ενώ κρίσιμο στοιχείο της ομολογίας που λήφθηκε τότε, χρησιμοποιήθηκε στη δίκη εις βάρος του.
Στο μεταξύ, ο Α.Π είχε ήδη αφεθεί ελεύθερος το 2007 με Προεδρική χάρη, έχοντας παραμείνει στις Κεντρικές Φυλακές συνολικά περίπου 7,5 χρόνια, ως υπόδικος και κατάδικος.
Αγωγή κατά του κράτους
Παρότι στο Στρασβούργο δεν ζήτησε «δίκαιη ικανοποίηση» (χρηματική αποζημίωση) και δεν αιτήθηκε τότε επανεκδίκαση της ποινικής υπόθεσης, το 2009 καταχώρισε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εναντίον της Δημοκρατίας, ζητώντας αποζημιώσεις.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η απόφαση του ΕΔΑΔ παρείχε στον ενάγοντα απευθείας αγώγιμο δικαίωμα εναντίον της Δημοκρατίας και επιδίκασε υπέρ του €10.000 ως δίκαιη και εύλογη αποζημίωση για τη διαπιστωμένη παραβίαση του δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη. Από την άλλη, απέρριψε την προσπάθειά του να θεμελιώσει επιπρόσθετη αξίωση στη βάση του άρθρου 172 του Συντάγματος, δηλαδή στη γενική ευθύνη της Δημοκρατίας για ζημιογόνες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων της.
Η έφεση του Γενικού Εισαγγελέα
Ο Γενικός Εισαγγελέας προσέβαλε την πρωτόδικη απόφαση υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι:
• ο Α.Π είχε κώλυμα να αξιώσει αποζημιώσεις από τα κυπριακά δικαστήρια, επειδή δεν είχε ζητήσει αποζημίωση από το ΕΔΑΔ και
• η διαπίστωση παραβίασης από το ΕΔΑΔ στο Στρασβούργο δεν αρκεί για να δημιουργηθεί αγώγιμο δικαίωμα στο κυπριακό δίκαιο, χωρίς νέα, αυτόνομη διαπίστωση παραβίασης από το κυπριακό Δικαστήριο.
Το Ανώτατο δικαστήριο απέρριψε και τις δύο θέσεις του Γενικού Εισαγγελέα.
Κάνοντας επίκληση της νομολογίας στην υπόθεση Ονουφρίου, ξεκαθέρισε ότι «δεδικασμένο» από το ΕΔΑΔ όσον αφορά τις αποζημιώσεις δημιουργείται μόνο όταν ο προσφεύγων ζήτησε εκεί αποζημίωση και το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα. Αν δεν ζητήθηκαν αποζημιώσεις στο Στρασβούργο, ο δρόμος προς τα ευπριακά δικαστήρια παραμένει ανοικτός.
Παράλληλα, το Ανώτατο υπενθύμισε κάτι πολύ ουσιαστικό για τη θέση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης στο κυπριακό δίκαιο. Κατέστησε σαφές πως οι αποφάσεις του ΕΔΑΔ είναι δεσμευτικές για τα κράτη, και οι διαπιστώσεις τους για την παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν μπορούν να αμφισβητηθούν εκ των υστέρων από τα εθνικά δικαστήρια. Δεν είναι «γνωμοδοτήσεις», αλλά αποτελούν πραγματικό και δεσμευτικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο οφείλουν να κινηθούν τα εθνικά δικαστήρια. Με λίγα λόγια απάντησε στη Νομική Υπηρεσία ότι δεν μπορεί να απαιτείται από τα κυπριακά δικαστήρια να επανεκδικάσουν υπόθεση που κρίθηκε στο ΕΔΑΔ.
Δεν ξαναδικάζουμε από την αρχή την παραβίαση
Ένα από τα βασικά σημεία της απόφασης είναι ότι το Ανώτατο απορρίπτει την ιδέα πως το Επαρχιακό Δικαστήριο όφειλε να ξανακούσει μαρτυρία για να «ξαναβρεί» μόνο του την παραβίαση του άρθρου 6 της Σύμβασης, λες και η κρίση του ΕΔΑΔ ήταν απλώς πληροφοριακής φύσεως.
Αν συνέβαινε αυτό, σημειώνει το Ανώτατο Δικαστήριο, θα μπορούσαμε να φτάσουμε στο παράδοξο σημείο, ένας πολίτης να κερδίζει υπόθεση στο ΕΔΑΔ, να έχει αναγνωριστεί ότι παραβιάστηκαν τα δικαιώματά του, και τελικά να μην υπάρχει καμία πρακτική θεραπεία, επειδή ένα κυπριακό δικαστήριο δεν βρήκε «αρκετή τη μαρτυρία» για κάτι που ήδη κρίθηκε!
Έτσι, το Ανώτατο επιβεβαιώνει ότι, η παραβίαση που διαπίστωσε το ΕΔΑΔ είναι δεδομένη και με βάση αυτήν, τα κυπριακά δικαστήρια οφείλουν να κρίνουν αν και τι αποζημίωση πρέπει να δοθεί.
Οι ευθύνες της Αστυνομίας
Ο Α.Π, με τη δική του έφεση, υποστήριξε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε όταν έκρινε πως δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωσή του το άρθρο 172 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο η Δημοκρατία ευθύνεται για κάθε ζημιογόνο άδικη πράξη ή παράλειψη των υπαλλήλων ή αρχών της.
Το Ανώτατο, σε αυτό το σημείο, του δίνει κατ’ αρχήν δίκαιο, πως η παραβίαση διαπράχθηκε κατά το στάδιο της ανάκρισης, από την Αστυνομία που ενεργούσαν στο πλαίσιο των καθηκόντων της και άρα τα γεγονότα εμπίπτουν όντως στο πεδίο του άρθρου 172 του Συντάγματος. Όμως εκεί σταματά και το δίκιο του.
Καμία αποζημίωση για τη φυλάκιση
Το κρίσιμο ερώτημα ήταν τι είδους ζημιά μπορεί να αποζημιωθεί. Ο Α.Π ζητούσε ουσιαστικά να αποτιμηθεί σε χρήμα η φυλάκισή του, επικαλούμενος και τη σωματική και ψυχική ταλαιπωρία που υπέστη.
Το Ανώτατο εξήγησε ότι αποζημίωση για στέρηση της ελευθερίας μπορεί να τεθεί προς συζήτηση μόνο όταν η καταδικαστική απόφαση έχει ακυρωθεί ή έχει ανατραπεί με οποιονδήποτε τρόπο. Όταν η ποινική καταδίκη παραμένει σε ισχύ, η κράτηση θεωρείται «νόμιμη κράτηση» βάσει απόφασης αρμόδιου δικαστηρίου.
Στην υπόθεση του Α.Π, η καταδίκη του από το Κακουργιοδικείο Λεμεσού δεν έχει ακυρωθεί, ενώ η έφεση που έκανε τότε απορρίφθηκε. Πέραν αυτών, μετά την απόφαση του ΕΔΑΔ δεν ζήτησε εγκαίρως επανεκδίκαση και ως εκ τούτου δεν υπάρχει ανατροπή ή αθώωση. Υπήρξε μόνο απονομή χάρης.
Ακόμα και όταν, πολύ αργότερα, επιχείρησε να αξιοποιήσει τον ειδικό νόμο του 2015 για επανεξέταση ποινικών υποθέσεων μετά από καταδικαστική απόφαση του ΕΔΑΔ, η Ολομέλεια του Ανωτάτου απέρριψε την αίτησή του, και στη συνέχεια απορρίφθηκε και νέα προσφυγή του στο Στρασβούργο.
Με αυτά τα δεδομένα, το Ανώτατο ήταν σαφές. Κανείς δεν μπορεί να λάβει αποζημίωση για κράτηση που στηρίζεται σε απόφαση δικαστηρίου, όσο αυτή η απόφαση παραμένει τυπικά και ουσιαστικά σε ισχύ.
Μόνο €10.000 ευρώ για την άδικη δίκη
Αφού απάντησε σε όλα τα νομικά ερωτήματα της έφεσης και αντέφεσης το Ανώτατο Δικαστήριο, αποφάνθηκε πως το ποσό των €10.000, το οποίο είχε επιδικαστεί πρωτόδικα ήταν αρκούντως ικανοποιητικό.
Εξέτασε το ύψος της αποζημίωσης με βάση, τη σοβαρότητα της παραβίασης, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η υπόθεση αφορούσε βαριά εγκλήματα, όπως ανθρωποκτονία και ληστεία, ενώ καθοριστική σημασία είχε η επίμαχη ομολογία στην εξέλιξη της υπόθεσης. Τότε κατά το στάδιο των ανακρίσεων, ο Α.Π ήταν 17,5 ετών.
Κατά το Ανώτατο, το ποσό των €10.000 ευρώ δεν είναι ούτε προκλητικά υψηλό ούτε ανεπαρκές. Κινείται σε πλαίσιο που θεωρήθηκε δίκαιο και εύλογο για μη χρηματική ζημιά (ηθική βλάβη) λόγω παραβίασης του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη.
Έτσι, οι λόγοι έφεσης τόσο του Γενικού Εισαγγελέα όσο και του Πάνοβιτς, που στόχευαν στην ανατροπή ή αναπροσαρμογή του ποσού, απορρίφθηκαν.
Απόφαση οδηγός πέραν της υπόθεσης Α.Π
Η απόφαση του Ανωτάτου έχει ενδιαφέρον που ξεπερνά την περίπτωση του Α.Π.
Επιβεβαιώνει ότι οι αποφάσεις του ΕΔΑΔ δεν μένουν «στα συρτάρια». Όταν το Στρασβούργο κρίνει ότι η Κυπριακή Δημοκρατία παραβίασε θεμελιώδη δικαιώματα, οι διαπιστώσεις του γίνονται κομμάτι της εσωτερικής έννομης τάξης και τα δικαστήριά μας οφείλουν να τις λαμβάνουν ως δεδομένες, όχι να τις ξαναδικάζουν.
Επίσης βάζει καθαρά όρια στο τι δικαιούται ένας πολίτης που φυλακίζεται και στη συνέχεια κερδίζει υπόθεση στο ΕΔΑΔ. Η αναγνώριση μιας παραβίασης δεν ισοδυναμεί αυτομάτως με αποζημίωση για κάθε συνέπεια της ποινικής διαδικασίας. Όσο μια καταδίκη είναι σε ισχύ, η κράτηση θεωρείται νόμιμη και δεν δημιουργεί αξίωση για αποζημίωση λόγω στέρησης της ελευθερίας.
Η υπόθεση αυτή υπενθυμίζει ότι το ΕΔΑΔ δεν είναι «κουμπί ακύρωσης» ποινικών αποφάσεων, αλλά εργαλείο για να εξασφαλίζεται δίκαιη δίκη και, όταν χρειάζεται, μια συγκεκριμένη, μετρήσιμη αποκατάσταση. Το Ανώτατο, σε αυτή την περίπτωση, προσπάθησε να ισορροπήσει ανάμεσα στη θεσμική σταθερότητα των ποινικών αποφάσεων και στην υποχρέωση της Δημοκρατίας να αναγνωρίζει και να αποζημιώνει τις δικές της παραβιάσεις.
Ανώτατο: Ο Α.Π αποζημιώθηκε για άδικη δίκη και όχι για τα 7,5 χρόνια φυλακή
Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι ο Α.Π. αποζημιώνεται για την άδικη δίκη που υπέστη, αλλά όχι για τα 7,5 χρόνια που πέρασε στη φυλακή, καθώς η καταδίκη του δεν έχει ακυρωθεί. Η υπόθεση αφορά καταδίκη για ανθρωποκτονία και ληστεία, η οποία κρίθηκε άδικη από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΑΔ) λόγω έλλειψης νομικής αρωγής στην αρχική ανάκριση. Παρότι ο Α.Π. αφέθηκε ελεύθερος με Προεδρική Χάρη, το δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορεί να αποζημιωθεί για τη φυλάκιση όσο η καταδίκη παραμένει σε ισχύ. Η απόφαση επιβεβαιώνει την επιδίκαση αποζημίωσης ύψους 10.000 ευρώ για την παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, αλλά απορρίπτει την αξίωση για αποζημίωση λόγω της φυλάκισης.
You Might Also Like
Από τα μαθήματα χορού στη σεξουαλική κακοποίηση μαθητή – Η απόφαση του Εφετείου
Nov 20
Χάνονται αναδρομικά σύνταξης για όσους καθυστερούν να κάνουν αίτηση
Nov 26
Επανεκδίκαση τροχαίου ατυχήματος… μετά από 16 χρόνια!
Dec 2
«Παίρνουν» πίσω αποζημίωση €200.000 από πεζή που παρασύρθηκε στη Λεμεσό
Dec 2
Το Ανώτατο ψαλίδισε στο μισό αποζημίωση για απαλλοτριωμένο χωράφι στη Λεμεσό
Dec 4