Ανάγκη για Νέα Στρατηγική στο Κυπριακό Θέατρο – Τι Δείχνει Μελέτη
Τις ανάγκες και οι προσδοκίες των επαγγελματιών του Θεάτρο, καθώς και προτάσεις για τη διαμόρφωση μελλοντικών πολιτικών και στρατηγικού σχεδιασμού από το Υφυπουργείο Πολιτισμού για την ανάπτυξη του κυπριακού θεάτρου παρουσιάζει μελέτη που εκπονήθηκε από την Ανώτερη Ερευνήτρια του Κέντρου Αριστείας CYENS, Μαρία Σιεχατέ, για λογαριασμό του Τμήματος Σύγχρονου Πολιτισμού του Υφυπουργείου Πολιτισμού, κατά τα έτη 2024-2025, στο πλαίσιο του Προγράμματος Ερευνών Άτλας.
Σύμφωνα με ανακοινωση του Υφυπουργείου, το Πρόγραμμα Ερευνών Άτλας εγκαινιάστηκε το 2024 και στοχεύει στη χαρτογράφηση του πολιτιστικού τοπίου στην Κύπρο, καταγράφοντας τις ανάγκες, τις συνήθειες και τις προσδοκίες του κοινού, των πολιτιστικών δημιουργών και άλλων επαγγελματιών του τομέα.
Από τα αποτελέσματα της έρευνας «αναδείχθηκαν δομικά προβλήματα, προκλήσεις και ευκαιρίες που αφορούν τόσο την παραγωγή και τη βιωσιμότητα του θεάτρου όσο και τη σχέση του με το κοινό, την τεχνολογία και το διεθνές περιβάλλον», όπως σημειώνεται.
Η έρευνα αναφέρει ότι «οι συμμετέχοντες ανέδειξαν σοβαρές αδυναμίες στον τρόπο κατανομής και διαχείρισης των κρατικών επιχορηγήσεων, επισημαίνοντας ότι το διαθέσιμο κονδύλι είναι ανεπαρκές και ότι η διαδικασία αξιολόγησης και μοριοδότησης δεν ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες του τομέα». Προστίθεται ότι «η απουσία εξειδικευμένων επιχορηγήσεων, οι καθυστερήσεις στις εγκρίσεις και στον προγραμματισμό και τα μη ευέλικτα κριτήρια, δυσχεραίνουν τη βιωσιμότητα των θεατρικών σχημάτων».
Αναδείχθηκε, μεταξύ άλλων, η ανάγκη για στοχευμένες πολιτικές ανάπτυξης κοινού, για ενίσχυση της θεατρικής εκπαίδευσης στα σχολεία, για επιδότηση μειωμένων εισιτηρίων για ευάλωτες ομάδες, αλλά και για περισσότερες ευκαιρίες προβολής και συμμετοχής σε διεθνή φεστιβάλ, καθώς οι ερωτηθέντες επεσήμαναν την έλλειψη οργανωμένης στρατηγικής πολιτιστικής διπλωματίας.
Επιπρόσθετα, αναφέρεται και η ανάγκη διαχωρισμού της καλλιτεχνικής δημιουργίας από την παραγωγή, η απουσία εξειδικευμένης εκπαίδευσης σε θέματα διαχείρισης και η δυσκολία διασφάλισης ιδιωτικών χρηματοδοτήσεων δημιουργούν ένα περιβάλλον που δεν ευνοεί τη θεατρική επιχειρηματικότητα.
Εξάλλου, η ίδρυση Δραματικής Σχολής στην Κύπρο αναδείχθηκε ως ένα πάγιο αίτημα της θεατρικής κοινότητας, ενώ επισημάνθηκε και η έλλειψη εξοικείωσης των επαγγελματιών του θεάτρου με τις δυνατότητες που προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες.
Οι προτάσεις που διατυπώνονται στη βάση των ευρημάτων της έρευνας, εστιάζουν στην αναδιάρθρωση της φιλοσοφίας των χορηγικών προγραμμάτων, τη βελτίωση των διαδικασιών αξιολόγησης και των κριτηρίων μοριοδότησης, καθώς και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης προς το Υφυπουργείο μέσω ενίσχυσης της διαφάνειας της διαδικασίας αξιολόγησης.
Εστιάζουν επίσης στην ανάπτυξη εθνικής στρατηγικής για την προώθηση του θεάτρου, με εκπαιδευτικά προγράμματα, φορολογικά κίνητρα για επιχειρήσεις που στηρίζουν το θέατρο και καμπάνιες ενημέρωσης, καθώς και στην ενίσχυση της διεθνούς παρουσίας του κυπριακού θεάτρου, μέσω της επιδότησης συμμετοχών σε διεθνή φεστιβάλ και της δημιουργίας ενός κεντρικού φορέα στήριξης της εξωστρέφειας.
Τέλος, οι προτάσεις περιλαμβάνουν τη θεσμοθέτηση επαγγελματικών προγραμμάτων κατάρτισης και επιμόρφωσης, με στόχο την αναβάθμιση των δεξιοτήτων των επαγγελματιών του θεάτρου και τη διασύνδεση του θεάτρου με την τεχνολογία, μέσω επιδοτήσεων για την ανάπτυξη ψηφιακών εργαλείων και συνεργειών με τον τεχνολογικό τομέα.
«Η υιοθέτηση των προτεινόμενων πολιτικών μπορεί να συμβάλει στη διαμόρφωση ενός πιο δίκαιου, βιώσιμου και καινοτόμου οικοσυστήματος για το κυπριακό θέατρο, ενισχύοντας τόσο τη θεατρική δημιουργία όσο και το ενδιαφέρον και την πρόσβαση του κοινού στην τέχνη», συμπεραίνει η μελέτη.
«Η θεσμική στήριξη, σε συνδυασμό με τον εκσυγχρονισμό των χρηματοδοτικών και εκπαιδευτικών μηχανισμών, μπορεί να προσφέρει μια νέα προοπτική για τον πολιτιστικό τομέα, διαμορφώνοντας μια ισχυρή και δυναμική θεατρική σκηνή που θα είναι ανθεκτική στις μελλοντικές προκλήσεις», καταλήγει.