Ο Αλέξανδρος Χρονίδης, βραβευμένος με Κρατικό Βραβείο στην κατηγορία Νέου Λογοτέχνη μιλά στον Ορίζοντα:
Θα σύστηνα το βιβλίο μου ως μια «Βαβυλώνα» προβληματισμών, θυμού και θλίψης
Για τι – και για ποιους – γράφετε;
Γράφω πρώτα απ’ όλα για να βοηθήσω τον εαυτό μου να επεξεργαστεί αλλά και να κατανοήσει τα συναισθήματα, τις ματαιώσεις και τις ανάγκες μου. Δεν γράφω όμως μόνο για αυτό τον λόγο.
Το να μοιράζομαι τα πιο πάνω με τους ανθρώπους μου αλλά και με πιο «μακρινούς» συνανθρώπους είναι πολύ σημαντικό για εμένα, μέσα σε ένα κόσμο όπου η επικοινωνία γίνεται όλο και πιο επιφανειακή και όλο και πιο «πρακτική» ή «συναλλακτική» αν θέλετε. Γράφω ως αντίβαρο στη σιωπή, ή τουλάχιστον σε μια συγκεκριμένου είδους σιωπή, που βλέπω τον εαυτό μου αλλά και την κοινωνία να επιλέγει όλο και πιο συχνά όσο περνούν τα χρόνια.
Πώς θα «συστήνατε» το βιβλίο σας σε έναν αναγνώστη; Υπάρχει ένα απόσπασμα, μια φράση ή λίγοι στίχοι από το βιβλίο που νιώθετε πως σας εκφράζουν ιδιαίτερα αυτή την περίοδο;
Θα σύστηνα το βιβλίο μου ως μια «Βαβυλώνα» προβληματισμών, θυμού και θλίψης, ενός σύγχρονου ανθρώπου για τη σημερινή κατάσταση, τόσο της Κύπρου αλλά και του κόσμου γενικότερα. Θέλω να πιστεύω ότι από το βιβλίο δεν λείπει όμως ούτε η ομορφιά, όπως άλλωστε ούτε από την Κύπρο και τον κόσμο.
Μια φράση από το βιβλίο που νιώθω πως με εκφράζει ιδιαίτερα αυτή την περίοδο είναι το κάλεσμα για εγρήγορση, από το τελευταίο ποίημα της συλλογής, ένα σύγχρονο «γρηγορείτε» αν θέλετε, που περικλείει η διαπίστωση πως: «οι μέρες περνούν, και το άδικο γιγαντώνεται».
Τι σημαίνει για έναν δημιουργό η όποια διάκριση – και ειδικότερα το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας;
Σίγουρα μια διάκριση είναι τιμητική, ειδικά για ένα νέο δημιουργό που ακόμα δεν είναι και τόσο «σίγουρος» για την «ποιότητα» των γραφόμενών του. Όμως, όπως και τώρα δεν πιστεύω ότι μια βράβευση με καθιστά «καλύτερο» από κάποιους άλλους, ούτε αν δεν ερχόταν η βράβευση θα έχανα την πίστη στην ποίησή μου.
Το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας, συγκεκριμένα, για μένα, αποτελεί ακόμα πιο μεγάλη τιμή, όχι τόσο λόγω τις «κρατικής» του ιδιότητας, αλλά περισσότερο γιατί αποτελεί μέρος της ιστορίας της λογοτεχνίας στο νησί, με πολύ σημαντικές και εξαιρετικές λογοτέχνιδες και λογοτέχνες να το έχουν λάβει στο παρελθόν, χωρίς να παραβλέπω ότι σημαντικοί λογοτέχνες και λογοτέχνιδες, επίσης δεν το έλαβαν.
Γενικά πιστεύω ότι οι τέχνες είναι από τους μόνους τομείς της ζωής μας όπου ως ένα βαθμό δεν έχουν παρεισφρήσει, ή τουλάχιστον δεν θα έπρεπε να επιτρέψουμε να παρεισφρήσουν, οι θεωρήσεις, οι όροι, αλλά και οι νόμοι της αγοράς. Το καλύτερο, το χειρότερο, ο ανταγωνισμός, η δημοφιλία ή η ευπωλητότητα, ή ακόμα και η «ποιότητα» με την στεγνά παραγωγική αντίληψη του όρου.
Φυσικά, επειδή ζούμε, δημιουργούμε, αλλά και εκδίδουμε στο καθεστώς της αγοράς, μια βράβευση φέρνει μαζί της και «πρακτικά» προτερήματα, για τα οποία θα έλεγα ψέματα εάν έλεγα πως δεν ήμουν ευγνώμων, όπως η μεγαλύτερη προβολή ενός βραβευμένου βιβλίου, αλλά και ένα σημαντικό χρηματικό έπαθλο, το οποίο μπορεί να βοηθήσει στην έκδοση 2-3 μελλοντικών έργων, κάτι καθόλου ευκαταφρόνητο στη σημερινή εποχή.
Η λογοτεχνία είναι ένα αντίδοτο στην προσωπική αλλά και συλλογική μας μοναξιά
Πώς κρίνετε τον θεσμό των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας, ειδικά φέτος, υπό το πρίσμα της δημόσιας επιστολής του Προέδρου της Επιτροπής, που αμφισβήτησε εκ των υστέρων τα προσόντα των μελών της Επιτροπής και την αξία ορισμένων από τα βραβευμένα έργα; Θεωρείτε ότι απαιτούνται βελτιώσεις και ποιες θα μπορούσαν να είναι αυτές;
Θα ήθελα να δω μια πιο πολυμελή κριτική επιτροπή, ίσως εννιαμελή, έτσι ώστε οποιεσδήποτε διαχρονικές σκιές περί «φιλιών» ή «κομματικών» κινήτρων, να είναι πιο δύσκολο να ευσταθούν.
Θα ήθελα επίσης να δω αυστηρότερους κανόνες πάνω στη συμπεριφορά των μελών της κριτικής επιτροπής, τόσο πριν, όσο και μετά την επιλογή και ανακοίνωση των βραβείων. Για παράδειγμα, δεν γίνεται μέλη της κριτικής επιτροπής να παρουσιάζουν βιβλία ή ποιητικές συλλογές οι οποίες είναι υποψήφιες σε κατηγορίες στις οποίες οι ίδιοι μετά θα κληθούν να αποφασίσουν πιο βιβλίο πρέπει να βραβευθεί.
Είναι κάτι που έγινε και παλαιότερα και ξεσήκωσε αρκετή συζήτηση, αλλά και κάτι που έγινε και φέτος, με τον, κατά τα άλλα, παραπονούμενο Πρόεδρο της Κριτικής Επιτροπής, να έχει παρουσιάσει βιβλίο στην κατηγορία του νέου λογοτέχνη, και να έχει γράψει και δημοσιευμένη κριτική για αυτό, ενώ μετά βγαίνει και εγκαλεί τα υπόλοιπα μέλη για το βιβλίο που βράβευσαν στη συγκεκριμένη κατηγορία.
Επίσης, θεωρώ σημαντικό να υπάρχει μηχανισμός εξαίρεσης συγκεκριμένων μελών της Κριτικής Επιτροπής, από συγκεκριμένες κατηγορίες, όταν προκύπτουν θέματα ασυμβίβαστου όπως το πιο πάνω, ή σε άλλες περιπτώσεις, που πάλι είδαμε και φέτος, όπου ο Πρόεδρος της Επιτροπής ήταν και Πρόεδρος συγκεκριμένου λογοτεχνικού Ομίλου, με άλλα μέλη του διοικητικού συμβουλίου του συγκεκριμένου ομίλου να είναι υποψήφια προς βράβευση.
Και φυσικά, θα ήθελα επίσης να δω μηχανισμούς όπου συμπεριφορές από μέλη της κριτικής επιτροπής που αμαυρώνουν τον θεσμό, ή επιτίθενται σε βραβευθέντες, όπως αυτά που έγιναν φέτος, θα αποτρέπονται, ή θα φέρουν συνέπειες.
Σε τι μπορεί να ωφελήσει τον κόσμο, την κοινωνία, τον άνθρωπο, η λογοτεχνία και η τέχνη γενικότερα;
Στο βαθμό που ο καθένας μας μπορεί να κοιτάξει τον εαυτό του, αλλά και την κοινωνία κατάματα, και χωρίς παρωπίδες, μέσα από τη συγγραφή ή την ανάγνωση της, η λογοτεχνία μπορεί να μας προσφέρει υπερπολύτιμες γνώσεις για το ποιοι είμαστε, πως είμαστε και προς τα που βαδίζουμε.
Είναι επίσης, και μέσω αυτού του μηχανισμού της, ένα αντίδοτο στην προσωπική αλλά και συλλογική μας μοναξιά.
Αλέξανδρος Χρονίδης: Γράφω ως αντίβαρο στη σιωπή
Ο Αλέξανδρος Χρονίδης, βραβευμένος με Κρατικό Βραβείο Νέου Λογοτέχνη, μιλά για το βιβλίο του και τη συγγραφική του προσέγγιση. Ο Χρονίδης περιγράφει το έργο του ως μια «Βαβυλώνα» προβληματισμών, θυμού και θλίψης, αντανακλώντας την κατάσταση της Κύπρου και του κόσμου. Σημαντικό για τον συγγραφέα είναι η δυνατότητα να μοιράζεται τα συναισθήματά του με τους αναγνώστες, σε μια εποχή που η επικοινωνία γίνεται όλο και πιο επιφανειακή. Ο Χρονίδης τονίζει ότι γράφει ως αντίβαρο στη σιωπή, επιδιώκοντας να εκφράσει σκέψεις και συναισθήματα που συχνά παραμένουν ανεκφράσιμα. Αναφέρει χαρακτηριστικά ότι η φράση «οι μέρες περνούν, και το άδικο γιγαντώνεται» από το βιβλίο του, εκφράζει την αίσθηση της επείγουσας ανάγκης για εγρήγορση απέναντι στις αδικίες του κόσμου. Το βιβλίο του δεν είναι μόνο καταγγελία, αλλά και αναζήτηση ομορφιάς μέσα στην υπάρχουσα πραγματικότητα. Σχετικά με τη σημασία της διάκρισης του Κρατικού Βραβείου, ο Χρονίδης δηλώνει ότι είναι τιμητική, αλλά δεν τον καθιστά «καλύτερο» από άλλους δημιουργούς. Θεωρεί ότι το βραβείο αποτελεί μέρος της ιστορίας της λογοτεχνίας στην Κύπρο και αναγνωρίζει την αξία της τέχνης ως έναν χώρο όπου οι νόμοι της αγοράς δεν θα πρέπει να έχουν πρωταρχική θέση. Υπογραμμίζει την ανάγκη για ελεύθερη έκφραση και δημιουργικότητα, ανεξάρτητα από την εμπορική επιτυχία. Ο Χρονίδης εκφράζει την ευγνωμοσύνη του για τα πρακτικά οφέλη που συνεπάγεται η βράβευση, όπως η μεγαλύτερη προβολή του βιβλίου του και το χρηματικό έπαθλο. Ωστόσο, επαναλαμβάνει ότι η κύρια κινητήρια δύναμη της συγγραφής του είναι η ανάγκη για έκφραση και η επιθυμία να συμβάλει σε έναν διάλογο για τα σημαντικά ζητήματα της εποχής μας.
You Might Also Like
Αστέριος Κουστούδης: Ποιος είναι ο πολυβραβευμένος σεφ που θα μαγειρέψει στους Χρυσούς Σκούφους Κύπρου;
Nov 23
Σταύρος Λάντσιας: Αυτό που με απασχολεί είναι να συναντηθώ
Nov 30
Αλέξανδρος Χρονίδης: Η ποίηση είναι η συναισθηματική μου επιβίωση
Dec 3
Συνέντευξη – Πινάρ Μπαρούτ: «Ζω με τις απειλές, αλλά δεν σωπαίνω»
Dec 7
Άννα Κουππάνου: Με κάθε νέο βιβλίο πέφτω σε μια καινούρια θάλασσα
Dec 7