Η τακτική τού «πες-πες, κάτι θα μείνει», που την έφτασε στα όριά της ο Γκέμπελς, είναι ο ορισμός της απάτης, των fake news, της συκοφαντίας.
Η τέχνη της μυθοπλασίας είναι κομμάτι του πολιτισμού – στη λογοτεχνία και στις παραστατικές τέχνες, στο θέατρο, στη μουσική. Όμως δεν ήταν πάντα έτσι (αν και ανέκαθεν τη συναντάμε… στην Ιστορία). Πολλά χρόνια πριν, όλοι θεωρούσαν ότι μια αφήγηση έπρεπε να αναφέρεται σε πραγματικά γεγονότα. Η δυσπιστία στη μυθοπλασία, βέβαια, κρατά από τα αρχαία χρόνια. Ο Πλάτωνας, π.χ., ενοχλείται από τους ποιητές, επειδή έχουν την ικανότητα να παίρνουν μια ξένη ταυτότητα και να μιλούν σαν να ’ταν κάποιος άλλος. Από την άλλη, αν και η ταυτότητα κάνει τον άνθρωπο, φαίνεται πως οι φανταστικές ιστορίες άρεσαν στον Πλάτωνα επειδή οι ποιητές τραγουδούσαν για χρήσιμα στην κοινωνία πράγματα. Δεν μιλούσαν γι’ αυτά που ξέρουν ή έχουν δει, όμως ήταν οχήματα των Μουσών – το βλέμμα τους μπορούσε να βλέπει άλλους τόπους, το στόμα τους να μιλά γι’ άλλους ανθρώπους.
Και ένα δικό μου… «name dropping»: Ο Κολομβιανός συγγραφέας Juan Gabriel Vásquez («Η μετάφραση του κόσμου», εκδ. Ίκαρος 2024), διαπιστώνει ότι το μυθιστόρημα άρχισε να αλλάζει χάρη στο βιβλίο «Η ζωή του Λαθαρίγιο δε Τόρμες» (στα ελληνικά, εκδ. Printa 2006) που εκδόθηκε τον 16ο αιώνα στην Ισπανία: Ο αφηγητής εξιστορεί τις περιπέτειές του ως παιδί του δρόμου που επιβιώνει με διάφορες πονηριές, περιγράφοντας παράλληλα το «σκοτεινό» Τολέδο της εποχής. Το θέμα είναι πως το βιβλίο διαβάστηκε τότε ως μια αληθινή ιστορία και όχι ως φανταστική βιογραφία. Αυτή η «απάτη», ωστόσο, που σήμερα είναι ο ορισμός του μυθιστορήματος, ήταν επιδίωξη του συγγραφέα: Έμεινε ανώνυμος επειδή, όπως εξηγεί ο Vásques, το θέμα του ήταν «ενοχλητικό» για την πλούσια, καλή κοινωνία – η Ιερά Εξέταση, μάλιστα, το περιέλαβε στις πρώτες λίστες απαγορευμένων βιβλίων.
Aπό την τέχνη του μυθιστορήματος στην τέχνη της απάτης: Στη σύγχρονη εποχή, μια μεταλλαγμένη και κακόβουλη μορφή μυθοπλασίας γίνεται όπλο στα χέρια ανθρώπων που κάνουν το αντίθετο: Επινοούν μια δική τους εκδοχή της αλήθειας, απολύτως φανταστική, που την πλασάρουν σαν πραγματική (ενδέχεται να υπάρχουν και αληθινά στοιχεία, ως ένδειξη αυθεντικότητας) με σκοπό να διαβάλουν ανθρώπους (π.χ. η Μπριζίτ Μακρόν είναι άνδρας) ή ομάδες ανθρώπων (οι εβραίοι, οι μαύροι, οι μουσουλμάνοι γενικώς, οι τρανς/ομοφυλόφιλοι, είναι κατώτερα όντα ή εγκληματίες) είτε κάτι άλλο (τα εμβόλια σκοτώνουν περισσότερους από τις αρρώστιες).
Αυτή η τακτική τού «πες-πες, κάτι θα μείνει», που την έφτασε στα όριά της ο Γκέμπελς, είναι ο ορισμός της απάτης, των fake news, της συκοφαντίας – του ναζισμού. Είναι αποτελεσματική επειδή δρα με δύο τρόπους: Στοχεύει κυρίως ανθρώπους αμόρφωτους ή χαμηλής νοημοσύνης, αφετέρου καλλιεργεί μια γενικότερη καχυποψία στην κοινωνία. Τέτοιες ιστορίες δεν προέρχονται μόνο από νοσηρούς εγκεφάλους που έχουν συγκεκριμένο σκοπό, αλλά ενίοτε παράγονται και από τους εύπιστους φαντασιόπληκτους που προανέφερα. Το χαρακτηριστικό των ψευδών και κακόβουλων ιστοριών είναι ότι αναπαράγονται με ταχύτητα ιού – γίνονται viral.
Ένα από τα χειρότερα χαρακτηριστικά αυτής της «επινόησης της αλήθειας» είναι τα δήθεν αθώα υπονοούμενα με μισόλογα (π.χ.: Γιατί όπου ζουν μετανάστες έχουμε κλεψιές και δολοφονίες; Ο πίνακας αυτός δεν μοιάζει με πλαστό; Άκουσες ότι τα λείψανα της Χ αγίας θεραπεύουν τον καρκίνο; Μήπως μια γυναίκα μένει έγκυος όταν η εικόνα του Ψ αγίου δακρύζει; Λένε πως οι γκέι θα χαλάσουν τα παιδιά μας). Και είναι χειρότερα επειδή προκαλούν μαζική υστερία, εξωθούν τους ανθρώπους σε βίαιες πράξεις, καθυβρίζουν αθώους – όλα αυτά χωρίς, σύμφωνα με το γράμμα της νομοθεσίας, να μπορεί να στοιχειοθετηθεί αδίκημα. Και αντί ο κατήγορός τους να τεκμηριώσει την κατηγορία του, όπως οφείλει, υποχρεώνονται τα θύματά του να αποδείξουν πως δεν είναι κακούργοι, πλαστογράφοι, απατεώνες, κακοί άνθρωποι. Η κοινωνία διχάζεται και ο πολιτισμός οδηγείται στην αρένα μιας βλακώδους αντιπαράθεσης απολίτιστων – όλα αυτά εξαιτίας εκείνων των προβοκατόρων που παριστάνουν τους ανήξερους.
Πώς θα προστατευτούμε από αυτή τη λαίλαπα υποβολιμαίων μυθευμάτων, τη διαστρέβλωση της μυθοπλασίας και τη μεταφορά της έξω από τα πεδία της λογοτεχνίας και της τέχνης; Είναι αλήθεια ότι η δύναμη της μεταμφιεσμένης συκοφαντίας σε γεγονός είναι πολύ ισχυρή, παρασύρει τους ανθρώπους όπως οι πλημμύρες που ζούμε αυτές τις μέρες. Η μόνη απάντηση που έχω είναι πως πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί: Να ερευνούμε οι ίδιοι και να αναζητούμε στοιχεία όποτε κάτι μας «μυρίζει» περίεργα. Και να έχουμε πάντα κατά νου ότι, στον πολιτισμό μας, για να έχεις γνώμη πρέπει να έχεις γνώση – αυτή τη γνώση και την απόδειξή της να απαιτούμε πάντα από τον όποιο μυστήριο παραμυθά.
* Στον πίνακα του Γκόγια «El Lazarillo de Tormes» (1808-1812), ένας τυφλός ζητιάνος προσπαθεί να αποσπάσει από το στόμα του μικρού Λαθαρίγιο ένα λουκάνικο.
Minority Report, ΕΛΕΥΘΕΡΑ 14.12.2025
Έχεις γνώμη μόνο αν έχεις γνώση
Η χρήση της μυθοπλασίας για την προώθηση ψευδών αφηγήσεων και την παραπληροφόρηση αποτελεί ένα φαινόμενο με μακρά ιστορία, που έφτασε στην ακμή του με το ναζιστικό καθεστώς και τον Γιόζεφ Γκέμπελς. Ενώ η μυθοπλασία έχει θέση στον πολιτισμό, η διαστρέβλωση της αλήθειας και η διάδοση ψευδών ειδήσεων είναι εξαιρετικά επιβλαβείς. Η τέχνη της απάτης, όπως αυτή εκδηλώνεται σήμερα, χρησιμοποιεί φανταστικές ιστορίες και συκοφαντίες για να δυσφημήσει άτομα ή ομάδες, βασιζόμενη συχνά σε προκαταλήψεις και στερεότυπα. Αυτή η τακτική είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική σε άτομα με περιορισμένη μόρφωση ή κριτική σκέψη, αλλά μπορεί επίσης να δημιουργήσει γενική καχυποψία στην κοινωνία. Η ανάγκη για διάκριση μεταξύ αλήθειας και ψεύδους, και η προστασία από την παραπληροφόρηση, είναι πιο επιτακτική από ποτέ.
You Might Also Like
Πρόεδρος Ισραήλ: Χρειάζεται χρόνος και σκληρή δουλειά να αλλάξουμε τον ρου της ιστορίας
Nov 30
Η «επιδημία» του κινητού τηλεφώνου – Aπό τη συνήθεια, στον εθισμό!
Dec 7
Καιρός να αλλάξουμε το αφήγημα του «This is Cyprus»
Dec 7
Όσοι παραμένουν σιωπηλοί στην καταπίεση
Dec 10
Τάση: Οι λαϊκοί τραγουδιστές ως σύγχρονοι ιεραπόστολοι
Dec 14