Dialogos

Έκτη Επιτροπή ΓΣ ΗΕ: Η Κύπρος τόνισε τη σημασία πλήρους σεβασμού της UNCLOS

Published October 30, 2025
Έκτη Επιτροπή ΓΣ ΗΕ: Η Κύπρος τόνισε τη σημασία πλήρους σεβασμού της UNCLOS

Τη σημασία του πλήρους σεβασμού πλήρης της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS) υπογράμμισε η Κύπρος ενώπιον της Έκτης Επιτροπής της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών.
Υπό την ιδιότητά της ως Προϊσταμένη του Τμήματος Διεθνούς Δικαίου στη Νομική Υπηρεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας, η Μέρι-Αν Σταυρινίδη, μίλησε την Τετάρτη στην Έκτη Επιτροπή της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη κατά τη συζήτηση του θέματος 80 της ημερήσιας διάταξης, «Έκθεση της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου» και υπογράμμισε ότι «η Κύπρος τονίζει το πόσο απαραίτητος είναι ο πλήρης σεβασμός της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS), η οποία συνιστά το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να διεξάγονται όλες οι δραστηριότητες στους ωκεανούς και τις θάλασσες».
Η κ. Σταυρινίδη χαιρέτισε την ένταξη δύο νέων θεμάτων στο πρόγραμμα εργασιών της Επιτροπής («αποζημίωση για ζημία προκληθείσα από διεθνώς παράνομες πράξεις» και «δέουσα επιμέλεια στο διεθνές δίκαιο»), σημειώνοντας ότι η Κύπρος αναμένει «μια μελέτη στέρεα βασισμένη στα Άρθρα για την Ευθύνη των Κρατών για Διεθνώς Παράνομες Πράξεις, και ειδικότερα στο Άρθρο 36».
Αναφερόμενη στο Κεφάλαιο IV, υπογράμμισε ότι η άνοδος της στάθμης της θάλασσας είναι «ζήτημα θεμελιώδους σημασίας», ιδίως για τα χαμηλά παράκτια κράτη, τα αρχιπελαγικά κράτη, τα μικρά νησιωτικά κράτη και τα μικρά νησιωτικά αναπτυσσόμενα κράτη. Ως νησιωτικό κράτος, τόνισε, η Κύπρος «βιώνει άμεσα τις επιπτώσεις της κλιματικά προκληθείσας ανόδου της στάθμης της θάλασσας» και αναγνωρίζει τις «σοβαρές συνέπειές της» για την επικράτεια και την κυριαρχία.
Επεσήμανε επίσης ότι το Διεθνές Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει πως «οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής είναι σοβαρές και εκτεταμένες», αποτελώντας «επείγουσα και υπαρξιακή απειλή».
Η Κύπρος ακολουθεί «μια σύγχρονη ερμηνεία που λαμβάνει υπόψη τις θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένης της διατήρησης των υφιστάμενων δικαιωμάτων και της εξασφάλισης νομικής σταθερότητας, βεβαιότητας και προβλεψιμότητας», ανέφερε.
Εξάλλου, επεσήμανε ότι «δεν υπάρχει κανένας κανόνας που να εμποδίζει τα κράτη να διατηρούν τις υφιστάμενες και νομίμως καθορισμένες γραμμές βάσης» και ότι «η αρχή της θεμελιώδους μεταβολής περιστάσεων του Άρθρου 62 της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών δεν εφαρμόζεται στις συμφωνίες οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών».
Επιπλέον, υπενθύμισε ότι το Διεθνές Δικαστήριο επιβεβαίωσε πως τα κράτη δεν υποχρεούνται να επικαιροποιούν χάρτες ή καταλόγους γεωγραφικών συντεταγμένων. Ενόψει αυτής της «συντριπτικής συναίνεσης», η Κύπρος δεν θεωρεί «αναγκαία ούτε κάποια ερμηνευτική δήλωση, αλλά ούτε και κάποια επακόλουθη συμφωνία» επί του ζητήματος, καθώς η γνωμοδότηση του Δικαστηρίου «επιτυγχάνει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα ως προς την ερμηνεί της UNCLOS», ανέφερε.
Σε ό,τι αφορά την κρατική υπόσταση, υπογράμμισε τη σημασία της «νομικής σταθερότητας, ασφάλειας, βεβαιότητας και προβλεψιμότητας», καθώς και της «εφαρμογής των αρχών της εδαφικής ακεραιότητας, της κυρίαρχης ισότητας των κρατών και της μόνιμης κυριαρχίας επί των φυσικών πόρων, κατά την εξέταση της νομικής βάσης για τη συνέχεια της κρατικής υπόστασης».
Στο πλαίσιο αυτό, σημείωσε επίσης τη διαπίστωση του Διεθνούς Δικαστηρίου ότι «από τη στιγμή που ένα κράτος έχει συσταθεί, η εξαφάνιση ενός από τα συστατικά του στοιχεία δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην και την απώλεια της κρατικής του υπόστασης». Η Κύπρος χαιρέτισε το συμπέρασμα της Ομάδας Μελέτης ότι τα κράτη μπορούν να «λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διατηρήσουν την κρατική τους υπόσταση, την κυριαρχία και τα θαλάσσια δικαιώματά τους».
Αναφορικά με το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, τόνισε ότι η Επιτροπή θα πρέπει «να διαφυλάξει το ειδικό ιστορικό και νομικό πλαίσιο του δικαιώματος αυτοδιάθεσης», το οποίο «πάντοτε εφαρμόστηκε σε περιπτώσεις αποικιακής κυριαρχίας ή ξένης κατοχής».
Αναφερόμενη στο Κεφάλαιο VI, η κ. Σταυρινίδη επαναβεβαίωσε τον σεβασμό προς το Άρθρο 38(1) του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου, το οποίο «αναγνωρίζει τις γενικές αρχές του δικαίου ως αυτόνομη πηγή διεθνούς δικαίου και δεν θεσπίζει ιεραρχία μεταξύ των κύριων πηγών». Η Κύπρος υποστήριξε την άποψη ότι οι κανόνες μπορούν «να συνυπάρχουν σε διαφορετικές πηγές δικαίου», αν και «η παράλληλη αυτή ύπαρξη δεν πρέπει να συγχέει τη νοηματική διάκριση» μεταξύ γενικών αρχών και εθιμικού δικαίου.
Περαιτέρω, απέρριψε την επέκταση του κανόνα του «επίμονου αντιτιθέμενου κράτους» στις γενικές αρχές, δηλώνοντας ότι «δεν έχει έρεισμα στην κρατική πρακτική ούτε στη νομολογία των διεθνών δικαστηρίων και δικαιοδοτικών οργάνων» και ότι «η ενσωμάτωσή του… δεν θα προσέφερε κανένα πρακτικό όφελος». Η Κύπρος, ως εκ τούτου, συμφώνησε με τον Ειδικό Εισηγητή ότι «θα πρέπει να αποφευχθεί».
Κλείνοντας, συνεχάρη την Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου και τον Ειδικό Εισηγητή «για το εξαιρετικό τους έργο έως σήμερα» και εξέφρασε την ελπίδα για «συνέχιση ενός εποικοδομητικού διαλόγου επί του θέματος».