Άφησαν νηστικούς ασθενείς που περίμεναν υπερηχογράφημα επειδή… είχαν συνάντηση γιατρός – Δ/ντης
Από νωρίς το πρωί, δεκάδες ασθενείς μετέβησαν στο νοσηλευτήριο για να υποβληθούν σε εξειδικευμένο υπερηχογράφημα, ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες που τους είχαν δοθεί — χωρίς πρόγευμα και, σε αρκετές περιπτώσεις, χωρίς να λάβουν τη φαρμακευτική τους αγωγή.
Σύμφωνα με τον Φιλελεύθερο, παρά την έγκαιρη προσέλευσή τους, οι ασθενείς παρέμεναν για ώρα στην αίθουσα αναμονής χωρίς να ξεκινήσουν οι εξετάσεις. Περίπου μία ώρα αργότερα, όταν κάποιοι ζήτησαν εξηγήσεις, ενημερώθηκαν ότι «ο γιατρός βρίσκεται σε συνάντηση με τον διευθυντή του νοσοκομείου» και πως θα έπρεπε να περιμένουν.
Σύμφωνα με παράπονο που υποβλήθηκε στο Παρατηρητήριο Δικαιωμάτων των Ασθενών της Ομοσπονδίας Συνδέσμων Ασθενών Κύπρου (ΟΣΑΚ), οι ασθενείς βρίσκονταν στον χώρο αναμονής από τις 8:30 π.μ., ενώ η ενημέρωση για τη συνάντηση του γιατρού ήρθε περίπου στις 9:30. Δεν υπήρξε καμία πληροφόρηση για το πότε θα ξεκινούσαν οι εξετάσεις.
Ανάμεσά τους υπήρχαν ηλικιωμένοι, νηστικοί και χωρίς αγωγή, οι οποίοι με το πέρασμα της ώρας άρχισαν να αισθάνονται αδυναμία και ζάλη. Κάποιοι αναγκάστηκαν τελικά να αποχωρήσουν, αφού η ώρα του προγραμματισμένου ραντεβού είχε περάσει και δεν μπορούσαν να περιμένουν άλλο.
Ο πολίτης που υπέβαλε το παράπονο ανέφερε ότι η συγκεκριμένη εξέταση δεν μπορεί να διενεργηθεί σε άλλο ακτινοδιαγνωστικό κέντρο της επαρχίας και τόνισε πως το νοσηλευτήριο «όφειλε να ενημερώσει εγκαίρως και να επαναπρογραμματίσει τα ραντεβού, εφόσον ο γιατρός δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει».
Η ΟΣΑΚ, όπως πληροφορείται ο «Φ», έχει ήδη αποταθεί στο νοσηλευτήριο ζητώντας απαντήσεις, χωρίς μέχρι χθες το απόγευμα να έχει λάβει οποιαδήποτε ανταπόκριση.
«Προτεραιότητα πρέπει να έχουν οι ασθενείς, η ασφάλεια και η σωστή εξυπηρέτησή τους», δήλωσε στον «Φιλελεύθερο» ο πρόεδρος της ΟΣΑΚ, Χαράλαμπος Παπαδόπουλος. Όπως πρόσθεσε, ακόμη και αν προκύπτουν έκτακτα ζητήματα που απαιτούν συναντήσεις, «αυτό δεν μπορεί να γίνεται τη στιγμή που στην αίθουσα αναμονής περιμένουν ασθενείς για εξέταση».
«Το νοσηλευτήριο όφειλε να ενημερώσει τους ασθενείς από την πρώτη στιγμή, ώστε όσοι το επιθυμούσαν να επαναπρογραμματίσουν το ραντεβού τους», πρόσθεσε, επισημαίνοντας πως η ταλαιπωρία αυτή ήταν εντελώς αχρείαστη.