Υπάρχει μια επαναλαμβανόμενη βεβαιότητα σε όλες τις κοινωνίες: ότι η νεολαία «δεν είναι όπως παλιά» και ότι οι γυναίκες «έχουν ξεφύγει». Είναι σχεδόν ανακουφιστικό να ανακαλύπτει κανείς πως η ίδια ακριβώς αφήγηση εμφανίζεται και το 1923, όταν μια Κύπρια αναγνώστρια έγραψε στο περιοδικό Θεατής καταγγέλλοντας ότι οι νεαρές γυναίκες «εκδηλώνουν επικινδύνους έναντι του γάμου τάσεις». Στην ουσία ανησυχεί ότι η νέα γενιά δεν αντιμετωπίζει τον γάμο ως υποχρεωτικό προορισμό, και ζητά από τον Τύπο να επαναφέρει τα ήθη σε τάξη. Όπως συμβαίνει συχνά, η αγωνία δεν αφορά τον ίδιο τον θεσμό αλλά την αίσθηση ότι η δική της γενιά χάνει την ικανότητα να ελέγξει τη συμπεριφορά της επόμενης.
Η απάντηση του Θεατή είναι κομψή και διαβρωτική: ευγενική μεν, αλλά ειρωνική με τρόπο που αποκαλύπτει το παράλογο του αιτήματος. Ο συντάκτης εξηγεί ότι δεν είναι «Πρακτορείον του Γάμου» για να ρυθμίζει ποιος θα παντρευτεί ποιον, και ότι αν ήταν, θα έβαζε όλους τους άγαμους της πόλης σε ουρά ώστε η επιστολογράφος να τους εξετάζει έναν-έναν. Μέσα όμως από αυτό το χιούμορ προτείνει μια τριμερή ταξινόμηση του πληθυσμού: άγαμοι, ετοιμόγαμοι και… απειρογάμοι. Μια διάκριση που δεν είναι τυπική κοινωνιολογία αλλά λειτουργεί σαν μια ακούσια ακτινογραφία της κοινωνικής λογικής της εποχής.
Οι άγαμοι δεν είναι απλώς ανύπαντροι. Είναι «εκκρεμείς» μέσα στο κοινωνικό σχήμα, άνθρωποι που δεν έχουν ακόμη εκπληρώσει την υποχρέωση του γάμου, ο οποίος τότε λειτουργούσε ως συνθήκη ενηλικίωσης. Οι ετοιμόγαμοι βρίσκονται στον προθάλαμο αυτής της μετάβασης: σε ηλικία κατάλληλη, με οικογενειακή πίεση και κοινωνική παρακολούθηση ως προς το πότε «επιτέλους» θα κάνουν το επόμενο βήμα. Και τέλος, οι απειρογάμοι, ένας νεολογισμός που δεν σημαίνει ότι απορρίπτουν τον γάμο, αλλά ότι είναι ακόμη άπειροι, εκτός του κοινωνικού παιχνιδιού που οδηγεί στον γάμο.
Και εδώ το άρθρο αποκτά επιστημονικό ενδιαφέρον: το φαινόμενο αυτό δεν είναι απλώς γλωσσικό παιχνίδι αλλά περιγράφει με ακρίβεια τον τρόπο με τον οποίο οι κοινωνίες οργανώνουν τους βιογραφικούς ρυθμούς των ανθρώπων.
Όπως θα έλεγε ένας κοινωνιολόγος: «Ο γάμος λειτουργούσε ως κεντρικός μηχανισμός κοινωνικής ένταξης και η απόκλιση ερμηνευόταν ως κοινωνική απόσταση από την “τάξη των πραγμάτων”.
Η κοινωνία συνεχίζει να παρακολουθεί, να σχολιάζει και να αξιολογεί το πότε και πώς οι άνθρωποι θα σχηματίσουν οικογένεια.»
Όταν τοποθετήσουμε την ταξινόμηση αυτή μέσα στη λογική της εποχής, καταλαβαίνουμε πως ο ηθικός πανικός δεν στρεφόταν πραγματικά στα «ήθη» των νέων γυναικών αλλά στο ότι η κοινωνία χάνει την ικανότητά της να προβλέπει και να ρυθμίζει τη σειρά των σταδίων ζωής.
Κι αν διαβάσουμε το κείμενο του 1923 δίπλα στις σημερινές συζητήσεις για το δημογραφικό, για την «καθυστέρηση γάμου», για νέους που «δεν ωριμάζουν», για γυναίκες που «προτιμούν καριέρα», βλέπουμε καθαρά ότι η γλώσσα αλλάζει αλλά το μοτίβο μένει ίδιο: η κοινωνία αντιμετωπίζει τη μετάβαση των νέων γενεών όχι ως φυσική εξέλιξη αλλά ως απειλή.
Γι’ αυτό αξίζει να θυμόμαστε ότι ο συντάκτης του Θεατή, πριν από εκατό χρόνια, είχε ήδη καταλάβει κάτι που ακόμη δυσκολευόμαστε να δεχτούμε: οι γυναίκες που αλλάζουν δεν αποτελούν κίνδυνο για την κοινωνία. Κίνδυνος είναι η κοινωνία που αρνείται να επιτρέψει την αλλαγή. Ο ηθικός πανικός δεν γεννιέται από το «λάθος» των νέων, αλλά από την ανασφάλεια των παλαιών.
Πηγή: Εφημερίδα «ΑΛΗΘΕΙΑ» 1923
Ιστοριοδίφης της συλλογικής μνήμης του Εφημεριδικού Τύπου
Άγαμοι, ετοιμόγαμοι και απειρόγαμοι - Η καταγγελεία μιας Κυπρίας του 1923
Ένα άρθρο γνώμης αναλύει την ιστορική εξέλιξη της αποδοχής του «άσχημου» ή του «χυδαίου» ως μορφής τέχνης, ξεκινώντας από την αρχαιότητα και φτάνοντας στη σύγχρονη εποχή. Σημειώνεται ότι η παρουσίαση τέτοιων στοιχείων δεν είναι καινούργια, αλλά υπήρχε και στο παρελθόν με διαφορετικούς σκοπούς, όπως η σάτιρα ή η ηθική διδασκαλία. Η πραγματική ρήξη συνέβη στις αρχές του 20ού αιώνα με τα κινήματα της πρωτοπορίας, τα οποία αμφισβήτησαν τα παραδοσιακά αισθητικά πρότυπα. Το έργο «Fountain» του Marcel Duchamp το 1917 θεωρείται ορόσημο, καθώς έθεσε υπό αμφισβήτηση την ίδια την έννοια της τέχνης. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η τέχνη στράφηκε στο τραύμα και την αποδόμηση, ενώ από τη δεκαετία του 1980 και μετά, η πρόκληση έγινε μέσο προβολής. Το άρθρο καταλήγει στο ερώτημα αν η πρόκληση από μόνη της αρκεί για να χαρακτηριστεί κάτι ως τέχνη, και αν η τέχνη έχει χάσει τα όριά της.
You Might Also Like
Το Σχίσμα και η βαριά ιστορία δεν θα γεφυρωθούν με κοινό εορτασμό του Πάσχα
Dec 1
Οι άνθρωποι που αφήνουν την Τεχνητή Νοημοσύνη να αποφασίζει γι' αυτούς - Η άνοδος της εξαρτημένης σκέψης
Dec 6
Μια χώρα που αντί να προχωρά, βολεύεται
Dec 7
«Ο Άνθρωπος Ελέφαντας» σε σκηνοθεσία Ανδρέα Κυριάκου: «Η ανθρώπινη αξία δεν χρειάζεται άδεια για να υπάρξει»
Dec 8
Το ΑΙ μπαίνει στη κρεβατοκάμαρα και στο μυαλό των ζευγαριών
Dec 12